Print this page

Βρετανία - Στρατηγική Αξία της Κύπρου και Πυρηνικά Όπλα

Βρετανία - Στρατηγική Αξία της Κύπρου και Πυρηνικά Όπλα

Του Δρα Άριστου Αριστοτέλους

Περίληψη

Επί βρετανικής κυριαρχίας και δη από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 έως τα μέσα της δεκαετίας του ’60, η αξία της Κύπρου ως στρατηγικός χώρος,  είχε φτάσει στο ύψιστο σημείο σπουδαιότητας στην ιστορία της. H Βρετανία έγινε τότε μεγάλη δύναμη, γιατί μεταξύ άλλων απέκτησε τη δυνατότητα να εξουδετερώνει δώδεκα πόλεις στην περιοχή του Στάλινγκραντ και της Μόσχας από βάσεις της στη Βρετανία και ακόμα άλλες δώδεκα στην Κριμαία από βάσεις στην Κύπρο. Η νήσος προσέλαβε την περίοδο αυτή έναν ουσιαστικό  στρατηγικό ρόλο στον παγκόσμιο ανταγωνισμό μεταξύ Ανατολής και Δύσης, εξυπηρετώντας άμεσα τους σκοπούς της στρατηγικής της Ανεξάρτητης Πυρηνικής Αποτροπής της βρετανικής αποικιοκρατικής δύναμης απέναντι στη  «σοβιετική απειλή». Αυτό εξηγεί και την έντονη αντίδραση των Βρετανών στο αιτήματα του  κυπριακού Ελληνισμού για αυτοδιάθεση στα μέσα της δεκαετίας του '50, καθώς και το γνωστό «ουδέποτε» του υπουργού Αποικιών Χόπκινς. Όπως θα αναλυθεί πιο κάτω, μέχρι σήμερα η Κύπρος - ανεξάρτητο κράτος πια και μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης - παραμένει σημαντικός στρατηγικός χώρος για τους Βρετανούς, ενώ το κυπριακό έδαφος δεν "φιλοξενεί" πυρηνικά όπλα.

Η στάση όμως της Βρετανικής κυβέρνησης έναντι των Κυπρίων στο κυπριακό πρόβλημα καθορίζεται, όπως και πριν,  από τα εκάστοτε στρατηγικά  της συμφέροντα τα οποία όσον αφορά την Κύπρο φρόντισε να τα εξασφαλίσει μέσω της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης και των άλλων Συμφωνιών κατά την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ποια είναι τα στρατηγικά συμφέροντα της Βρετανίας στην περιοχή μας σήμερα και ποιες προκλήσεις αντιμετωπίζει;  

Παρά τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου, η Βρετανία,  τόσο για οικονομικούς,   όσο και ιστορικούς λόγους, πιστεύει ότι για σκοπούς της δικής της άμυνας -  τους οποίους συνδέει και με την ασφάλεια της Ευρώπης - πρέπει να έχει όχι μόνο ευρωπαϊκούς προσανατολισμούς αλλά και να  διαδραματίσει και ένα  παγκόσμιο ρόλο. Αυτό απαιτεί η προστασία των οικονομικών της συμφερόντων σε διάφορα μέρη του κόσμου και η διασφάλιση του κύρους της ως “μεγάλη” δύναμη με επιρροή στις διεθνείς εξελίξεις.

Σχετικά με τη γύρω από τη Κύπρο περιοχή, η Βρετανία, εκτός από την έγνοια της για  το πετρέλαιο, που αφορά άμεσα την Ευρώπη και την Ιαπωνία, έχει και σημαντικά οικονομικά συμφέροντα και επενδύσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, στη Μέση Ανατολή και στον Περσικό Κόλπο, τα οποία θέλει να προστατεύσει. Έχει επίσης “συμμαχίες” και συμφωνίες με φίλες χώρες, που θέλει να υπηρετήσει.

Το Λονδίνο θεωρεί ότι οι ηγεμονικές τάσεις, η τρομοκρατία, η διάδοση των πυρηνικών όπλων, των χημικών και των άλλων όπλων μαζικής καταστροφής που παρουσιάζονται στην Ανατολική Μεσόγειο, στη Μέση Ανατολή και στη Βόρειο Αφρική,  συνιστούν άμεσο και έμμεσο κίνδυνο και απειλή κατά των βρετανικών και ευρωπαϊκών  συμφερόντων και της ασφάλειας φίλων καθεστώτων. Κατά την άποψη των Βρετανών και του ΝΑΤΟ (στο οποίο ανήκει), οι προκλήσεις αυτές όχι μόνο δεν πρόκειται κατά την επόμενη δεκαετία να ελαττωθούν, αλλά, αντίθετα, θα εντατικοποιηθούν.”  Επίσης η μετατόπιση του αμερικανικού ενδιαφέροντος από τη Μέση Ανατολή προς την Ασία τελευταία καθιστά έντονη την ανάγκη αναπλήρωσης του κενού με την ανάληψη μέτρων ενίσχυση της βρετανικής παρουσίας στον Κόλπο, σπάζοντας έτσι την παράδοση που καθιέρωσαν, μετά την αποχώρηση τους από τις χώρες (αποικίες) Ανατολικά του Σουέζ στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ΄60, για περιορισμό τους στην Ευρώπη.

Με ποια μέσα οι Βρετανοί αντιμετωπίζουν τη κατάσταση αυτή και ποια η σημασία και ο ρόλος των βάσεων στην Κύπρο;

Η κατοχή στρατιωτικών ικανοτήτων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνoνται και οι  βάσεις τους  στο εξωτερικό, αποτελούν τους κυριότερους μοχλούς της στρατηγικής της Βρετανίας στην προσπάθεια επίτευξης αυτών των σκοπών. Μέσα σ’ αυτή τη στρατηγική εντάσσεται και ο ρόλος των Βρετανικών Βάσεων στην Κύπρο. Η επίσημη αμυντική πολιτικής του Ηνωμένου Βασιλείου δηλώνει ότι θεωρεί πως η βρετανική παρουσία στις κυρίαρχες βάσεις στην Κύπρο  του παρέχουν σημαντικές διευκολύνσεις στρατηγικής επικοινωνίας, βάση για επιχειρήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο και πέρα απ’ αυτή, δυνατότητες για στρατιωτική έρευνα και διάσωση, καθώς και διευκολύνσεις  για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Γι’ αυτούς τους λόγους η ασφάλεια των βρετανικών βάσεων στην Κύπρο αποτελεί προτεραιότητα της  αμυντικής πολιτικής του Ηνωμένου Βασιλείου, και προς το σκοπό αυτό υπάρχουν δεσμευμένες οι ανάλογες δυνάμεις και ενισχύσεις.

Με βάση αυτή τη πολιτική, πώς εκφράζεται ή διαμορφώνεται η βρετανική στάση στον Κυπριακό;

Δεδομένου ότι οι βρετανικές βάσεις  αποτελούν ακόμη πολύτιμο εργαλείο για την εξωτερική και αμυντική πολιτική της Βρετανίας στην περιοχή, οπωσδήποτε η χώρα αυτή θα ήθελε να αποφεύγονται εξελίξεις ή λύσεις στο Κυπριακό που θα έθετα σε δύσκολη θέση την ύπαρξη και τη λειτουργία τους ή που θα επηρέαζαν αρνητικά τα συμφέροντά της. Ασφαλώς το Σχέδιο Ανναν για λύση του Κυπριακού, που τέθηκε σε δημοψήφισμα το 2004 κα απορρίφθηκε από την ελληνοκυπριακή κοινότητα, διασφλάλιζε πλήρως τα συμφέροντα των Βρετανών. Σημειώνεται επίσης ότι η βρετανική παρουσία στην  Κύπρο νομιμοποιείται με βάση συμφωνίες που υπόγραψε το Ηνωμένο Βασίλειο με την Κυπριακή Δημοκρατία, που οδήγησαν στην ίδρυση του κυπριακολύ κράτους, για τούτο  και το Λονδίνο αναγνωρίζει ως νόμιμη αρχή την κυβέρνηση της Δημοκρατίας. Γι αυτό δεν αναγνωρίζει τη λεγόμενη  Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου ως κρατική οντότητα, την οποία ανακήρυξαν οι Τουρκοκύπριοι δέκα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή και βίαιη διχοτόμηση της Κύπου. Από την άλλη για να μην αποτελέσει το κυπριακό κράτος πρόκληση στην κυριαρχία και ίσως στη συνέχιση της παρουσίας των βάσεων της στην Κύπρο, η Βρετανία  θα προτιμούσε αυτό να μην είναι ισχυρό αλλά αδύναμο, ιδιαίτερα σε θέματα εξωτερικής πολιτικής,  και αυτό οι Βρετανοί φαίνεται να πιστεύουν ότι επιτυγχάνεται μέσω μια ανίσχυρης κεντρικής κυβέρνησης, δηλαδή λύσης που προσεγγίζει περισσότερο την έννοια της συνομοσπονδίας.

Στη Βρετανία σίγουρα δε θα συνέφερε ούτε η διχοτόμησης ούτε η ολοκληρωτική κατάληψη της νήσου από την Τουρκία γιατί και η μια και η άλλη περίπτωση θέτουν τις βάσεις και τη βρετανική παρουσία στο ενώπιον προκλήσεων.  Η πρώτη περίπτωση θα την έφερε σε άμεση αντιπαράθεση με τον ελληνοκυπριακό πληθυσμό και η δεύτερη θα μπορούσε να την καθιστούσε “όμηρο” της Τουρκίας και των τουρκικών συμφερόντων.

Η Βρετανία ασφαλώς ενδιαφέρεται για ειρήνη και σταθερότητα στην Κύπρο, γιατί ένεκα της ανάμιξης της Ελλάδας και της Τουρκίας, η κατάσταση στο νησί επηρεάζει άμεσα την ασφάλεια  στην Ανατολική Μεσόγειο, στην Μέση Ανατολή και στην Ευρώπη, περιοχές με τις οποίες η χώρα αυτή συνδέει άμεσα τα συμφέροντα και την εθνική της ασφάλεια.

Σημασία για την ελληνοκυπριακή πλευρά είναι να μπορεί να παρακολουθεί και κατανοεί όσο το δυνατό καλύτερα αυτά τα συμφέροντα και να προσπαθεί με διπλωματικότητα  και δεξιοτεχνία να τα αξιοποιεί για να βελτιώσει τόσο τη δική της ασφάλεια όσο και τη διαπραγματευτική της θέση στο Κυπριακό. Και αυτό δεν αφορά μόνο τη παρακολούθηση, μελέτη και αξιοποίηση των συμφερόντων της Βρετανίας, αλλά και άλλων ενδιαφερομένων στο Κυπριακό, περιλαμβανομένων των ΗΠΑ, τις Ρωσίας και της ίδιας της Τουρκίας,

Υπάρχουν πυρηνικά όπλα στις βρετανικές βάσεις στην Κύπρο;

Τώρα όσο αφορά αυτό το ερώτημα το οποίο συνεχίζει να απασχολεί διάφορους παράγοντες και φορείς η απάντηση είναι η εξής: Το βέβαιο είναι  ότι υπήρχαν πυρηνικά όπλα στις Βρετανικές Βάσεις στην Κύπρο κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1950 και 1960, όχι όμως μετά. Την περίοδο εκείνη πυρηνικά βομβαρδιστικά V-Bombers στάθμευαν στις Βρετανικές Βάσεις ως μέρος της πυρηνικής στρατηγικής αποτροπής της χώρας. Όμως, ένεκα των τεχνολογικών εξελίξεων και της αδυναμίας των αεροσκαφών αυτών να επιτύχουν τον αρχικό τους σκοπό κατά της Ρωσίας, η πυρηνική στρατηγική των Βρετανών είχε αλλάξει. Ο πυρηνικός ρόλος της ΡΑΦ είχε περιοριστεί από το στρατηγικό στο τακτικό επίπεδο με τη χρησιμοποίηση των αεροσκαφών Tornadosστο κεντρικό μέτωπο, στο ευρωπαϊκό θέατρο επιχειρήσεων, από βάσεις στη Δυτική Γερμανία. Σίγουρα δε θα μπορούσα να διαδραματίσουν στρατηγικό ρόλο στοχεύοντας τη Σοβιετική Ένωση από την Κύπρο, όπως ήταν αρχικά ο σκοπός τους, γιατί  με τη νέα τεχνολογία των Σοβιετικών, τα εν λόγω αεροσκάφη με τους πιλότους και τις βόμβες τους θα εξουδετερώνονταν από τα σοβιετικά πυραυλικά συστήματα προτού πλησιάσουν καν το στόχο τους - ίσως ακόμη και πριν απογειωθούν. Εξάλλου, υπήρχαν μεγάλες αμφιβολίες μεταξύ των νατοϊκών κύκλων κατά πόσο θα ήταν φρόνιμο οι Βρετανοί να διενεργούσαν πλευρικές επιθέσεις εναντίον στόχων μικρότερης σημασίας από την Κύπρο εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, όταν η προσοχή και το βάρος της συμμαχικής δραστηριότητας θα έπρεπε να είχε δοθεί σχεδόν εξολοκλήρου στο κεντρικό μέτωπο, όπου με μαζικά πλήγματα οι Σύμμαχοι θα επιχειρούσαν να ανακόψουν σοβιετική εξάπλωση στην Ευρώπη

Γι’ αυτό, ταυτόχρονα με την ανάπτυξη των πυρηνικών υποβρυχίων, ο ρόλος των πυρηνικών βομβαρδιστικών αεροσκαφών της ΡΑΦ είχε περιοριστεί στο κεντρικό μέτωπο, στην Κεντρική Ευρώπη, για να χρησιμοποιηθούν στο ευρωπαϊκό θέατρο επιχειρήσεων  - στο πεδίο της μάχης ως τακτικά πλέον πυρηνικά όπλα, και όχι ως στρατηγικά, που ήταν ο αρχικός ρόλος των αεροσκαφών αυτών, όπως και των V- Bombers,  στη δεκαετία του ΄50 και ΄60, όταν στάθμευαν στην Κύπρο. Έτσι, εκτός Βρετανίας, τα Τornados στάθμευα μόνο στη Δυτική Γερμανία, απ’ όπου επίσης είχαν αποσυρθεί, στα τέλη του Ψυχρού Πολέμου, τόσο ένεκα των κοσμογονικών αλλαγών στο πολιτικό και στρατηγικό σκηνικό όσο και στην αντίληψη περί απειλής.

H Βρετανία δεν είχε επενδύσει άλλα ποσά στην τεχνολογική αναβάθμισή των πυρηνικών βομβών της ΡΑΦ αλλά, αντίθετα, είχε αποφασίσει οριστικά την απομάκρυνση και την καταστροφήτους. Οι 100 περίπου απαρχαιωμένες ατομικές ή θερμοπυρηνικές βόμβες τύπου WΕ-177 (μη κατευθυνόμενες)  οι οποίες ήταν προϊόν της τεχνολογίας της δεκαετίας του 1950 και 1960, αντιμετώπιζαν πρόβλημα συντήρησης και ήταν  σχεδόν άχρηστες για τη βρετανική πυρηνική στρατηγική, γι’ αυτό μέχρι το 1998 είχαν αποσυρθεί εντελώς από τη RAF και είχαν μεταφερθεί σε ειδικό χώρο καταστροφής τους στο Burghfield της Bercshire για να πάρουν σειρά για την καταστροφή τους

Έτσι, το μόνο πυρηνικό δυναμικό που διαθέτει τώρα η Βρετανία είναι τα   TridentD5 στα 3 πυρηνικά υποβρύχια Vanguard, τα οποία αποτελούν την όλη ραχοκοκαλιά της ανεξάρτητης πυρηνικής της αποτροπής. Θα μπορούσε επίσης να λεχθεί  ότι τα υποβρύχια αυτά και η στρατηγική των Βρετανών  εντάσσονταν και στην ευρύτερη στρατηγική του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη, και ακόμη να λεχθεί ότι  κάλυπταν και τους  συμμάχους τους στο ΣΕΝΤΟ, όπως προκύπτει από  έγγραφο του Υπουργείου Άμυνα της χώρας το 1968, που είδε πριν μερικά χρόνια το φώς της δημοσιότητας, με την δημοσιοποίηση των σχετικών αρχείων του Υπουργείου για το χρόνο αυτό;

Η στρατηγική των Βρετανών βέβαια εξυπηρετούσε πρωτίστως τα δικά τους εθνικά συμφέροντα. Και  σε δεύτερη μοίρα το ΝΑΤΟ. Σε ό, τι αφορά τη βρετανική διαβεβαίωση περί πυρηνικής κάλυψης των συμμάχων της στο ΣΕΝΤΟ από τις βάσεις της στην Κύπρο και στην τελική ανάλυση από τη νατοϊκή Συμμαχία  αυτή στερείτο πειστικότητας.

Η στρατηγική της πυρηνικής αποτροπής, βάσει της οποίας οι ΗΠΑ προστάτευαν τους Ευρωπαίους συμμάχους, αφορούσε μόνο την περίπτωση σοβιετική επίθεση εναντίον μέλους της  Ατλαντικής Συμμαχίας  και όχι άλλες χώρες εκτός ΝΑΤΟ. Αλλά και αυτή η στρατηγική έγινε λιγότερη πειστική όταν οι Σοβιετικοί ανάπτυξαν πυρηνική τεχνολογία σε σημείο που να μπορούν να εξαφανίζουν την Ουάσιγκτον από προσώπου της γης. Γι’ αυτό και οι Βρετανοί μη εμπιστευόμενοι πλήρως την ασφάλεια  τους  στους Αμερικανούς και τους συμμάχους τους, ότι δηλαδή ήταν θα θυσίαζαν την Ουάσιγκτον για χάρη του Λονδίνου, εάν η βρετανική πρωτεύουσα δεχόταν πυρηνική επίθεση από τη Ρωσία, ανέπτυξαν τις δικές τους πυρηνικές ικανότητες,  τη δική τους ανεξάρτητη πυρηνική αποτροπή. Υπό το φως των δεδομένων αυτών ήταν πολύ απίθανο οι Βρετανοί να χρησιμοποιήσουν το πυρηνικό τους οπλοστάσιο για να προστατεύσουν είτε τη Βαγδάτη είτε την Τεχεράνη από μια σοβιετική  επίθεση εναντίον τους, γιατί το άμεσο επακόλουθο θα  ήταν ένα  ολέθριο πυρηνικό αντίποινο από τους Ρώσους κατά της ίδια της Βρετανίας στο Λονδίνο ή εναντίον κάποιας άλλης μεγάλης  σπουδαιότητας περιοχή. Συνεπώς οι βρετανικές διαβεβαιώσεις προς τις χώρες του  ΣΕΝΤΟ περί πυρηνικής τους κάλυψης από τη Βρετανία στερούντα σοβαρότητας αφού ήταν ουσιαστικά χωρίς πραγματικό αντίκρισμα.

Ανεξάρτητα όμως της πειστικότητας των βρετανικών διαβεβαιώσεων προς συμμάχους,  για την Κύπρο το γεγονός αυτό υποδεικνύει πως το νησί χρησιμοποιείτο και χρησιμοποιείται  από μια  ξένη δύναμη, όπως η ίδια κρίνει ότι εξυπηρετούνται καλύτερα τα δικά της συμφέροντα και η δική της πολιτική ασφάλειας και στρατηγική, χωρίς βασικά να αισθάνεται υποχρεωμένη να δίνει λόγο ή εξηγήσεις σε κανένα, υποβάλλοντας τον κυπριακό λαό, είτε χωρίς τη θέλησή του, είτε εν αγνοία του σε κίνδυνο ακόμη και μαζικής εξόντωσής από πιθανό πυρηνικό αντίποινο. Οι σοβιετικοί είχαν σε διάφορες περιπτώσεις προειδοποιήσει για τον κίνδυνο αυτό για χώρες που φιλοξενούσαν πυρηνικές βάσεις στο έδαφός τους στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου . Αναλογίζεται λοιπόν κανείς την ανησυχία του κυπριακού λαού, από τον κίνδυνο χρησιμοποίησης χημικών όπλων σε πυραύλους εδάφους αέρος κατά των Βρετανικών Βάσεων από το Σάνταμ Χουσέιν στον πόλεμο στον Περσικό Κόλπο το 1991 ή και πρόσφατα κατά την κρίση στη Συρία - όσο απομακρυσμένο βέβαια και αν είναι ένα τέτοιο ενδεχόμενο.