Print this page

Οι S-400 και οι Μεταβαλλόμενες Αμερικανοτουρκικές Σχέσεις: Γεωπολιτικές προεκτάσεις και επιπλοκές

Οι S-400 και οι Μεταβαλλόμενες Αμερικανοτουρκικές Σχέσεις: Γεωπολιτικές προεκτάσεις και επιπλοκές

Η αντιπαράθεση για τους S-400 είναι η κρισιμότερη διαφορά που έχει προκύψει ποτέ  στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις και θα απασχολήσει τις δύο χώρες καθ’ όλo to 2020,  με επιδράσεις στο γεωπολιτικό  τοπίο στην περιοχή όπου η Τουρκία προβάλλει ως ισχυρός παίχτης και η Κύπρος αντιμετωπίζει προκλήσεις που καλείται να απαντήσει.



Οι S-400 και οι Μεταβαλλόμενες Αμερικανοτουρκικές

Σχέσεις: Γεωπολιτικές προεκτάσεις και επιπλοκές

 

Δρα Άριστου Αριστοτέλους

Πρώην Βουλευτή, Ειδικού σε Θέματα Άμυνας και Στρατηγικής

 

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΜΕΛΕΤΗΣ - ΒΑΣΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η αντιπαράθεση Ουάσιγκτον και Άγκυρας για το θέμα της αγοράς ων ρωσικών αντιαεροπορικών S-400 είναι ίσως η κρισιμότερη διαφορά που έχει προκύψει ποτέ  στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις και η οποία θα απασχολήσει τις δύο χώρες καθ’ όλη τη διάρκεια του 2020 και μετά. Οι εξελίξεις γύρω από το θέμα αυτό αναδεικνύουν  τις μεταβαλλόμενες σχέσεις και ρόλους στην περιοχή και τις επιδράσεις τους στο γεωπολιτικό  τοπίο στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Η Τουρκία προβάλλει ως ισχυρός παίχτης στο χώρο αυτό, ενώ διάφοροι δρώντες,  μεταξύ των οποίων και η Κύπρος,  είναι αντιμέτωποι με προκλήσεις στις οποίες καλούνται να απαντήσουν.  

Αυτά υπογραμμίζει στην παρούσα μελέτη του υπό ο επικεφαλής του Κυπριακού Κέντρου Στρατηγικών Μελετών  Δρ Άριστος Αριστοτέλους.

Ο κ. Αριστοτέλους επισημαίνει ότι η Τουρκία, υποβοηθούμενη από αλματώδη ανάπτυξη της οικονομίας και σημαντική  ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεών της,  επιζητεί ρόλο και στάτους μεγάλης δύναμης στην περιοχή και πέραν από αυτή. Δηλώνει απεξάρτηση από ξένα κέντρα αλλά δεν εγκαταλείπει το ΝΑΤΟ ούτε διακόπτει συμμαχικούς δεσμούς με τις ΗΠΑ, υποδηλώνοντας βασικά ότι δεν αισθάνεται αρκετά ισχυρή εκτός Συμμαχίας έναντι   πιθανών προκλήσεων  από γεωπολιτικούς της αντιπάλους. Την ίδια ώρα ενεργεί αντίθετα με τις επιταγές και τα συμφέροντα ασφάλειας της Συμμαχίας όπως με  την αγορά των S-400.

Οι Αμερικανοί αντιδρούν μεν έντονα για τη στάση αυτή της Τουρκίας και την προειδοποιούν με κυρώσεις  βάσει του CAATSA - πέραν του αποκλεισμού από το πρόγραμμα των F-35 -  αλλά οι  χειρισμοί Τραμπ και Γ.Γ. του ΝΑΤΟ, εκπέμπουν αντιφατικά μηνύματα.  Θεωρώντας την «πολύτιμο»  εταίρο δείχνουν προδιατεθειμένοι να κάμουν εκπτώσεις σε βάρος αμερικανικών Νόμων και νατοϊκών θέσεων, προσδοκώντας να συντηρήσουν μια υποφερτά λειτουργήσιμη σχέση μαζί της -  να μην την εξωθήσουν προς τη Ρωσία όπως τους απειλεί.  Ως αποτέλεσμα η  Τουρκία παραμένει αμετακίνητη στις θέσεις της για την απόκτηση και αξιοποίηση των  S-400, εκτιμώντας ότι το κόστος που θα της επιβληθεί δεν θα είναι αρκετά ψηλό  για να την αποτρέψει. 

Ο φόβος  τουρκικής προσχώρησης  στο αντίπαλο ρωσικό στρατόπεδο, υποδεικνύει ο κ. Αριστοτέλους, είναι ανεδαφικός. Πεποίθηση της Τουρκίας  είναι ως μεγάλη δύναμη να ασκεί ανεξάρτητη («πολυδιάστατη») εθνική πολιτική και όχι να απεξαρτηθεί  από τις ΗΠΑ και να καταστεί εξαρτώμενη της Μόσχας. 

Η Ρωσία  - υποστηρίζει ο κ. Αριστοτέλους - παρότι επιδιώκει καλές σχέσεις και στρατιωτικές συνεργασίες με την Άγκυρα,  υπονομεύοντας ταυτόχρονα το  ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, δεν μπορεί να μην έχει επιφυλάξεις για την Τουρκία. Τις δύο χώρες χωρίζει αιματηρό ανταγωνιστικό παρελθόν και εθνικές διαφορές – υποβαθμισμένες μεν  επί του παρόντος, αλλά αργά ή γρήγορα οι τουρκικές ηγεμονικές βλέψεις, που εκτείνονται μέχρι την Καυκασία και πέραν από αυτή, θα επηρεάσουν και ζωτικά ρωσικά συμφέροντα προκαλώντας αντιδράσεις στη Ρωσία. 

Όσον αφορά το μέλλον των ήδη βεβαρημένων  αμερικανοτουρκικών σχέσεων,  το ασφαλέστερο  συμπέρασμα από την αντιπαράθεση τους  για τους S-400 είναι ότι: Ανεξάρτητα  του αν οι δύο εταίροι στην πορεία συμβιβαστούν ή όχι στο θέμα αυτό, το πλήγμα στις μεταξύ τους σχέσεις είναι γεγονός.  Οι αντιλήψεις όπως και η συμπεριφορά του ενός απέναντι στον  άλλο θα είναι διαφορετικά από πριν, οι δε ικανότητα των ΗΠΑ να ασκήσουν έλεγχο και επιρροή επί της Τουρκίας λιγότερο αποτελεσματική.

 Οι  ΗΠΑ,  αναφέρει ο κ. Αριστοτέλους,  θα συνεχίσουν βέβαια να εκτιμούν  ως «πολύτιμο» εταίρο  την  Τουρκία και θα προσπαθούν  να την κρατήσουν σε αμερικανονατοϊκή τροχιά. Θα είναι  όμως  λιγότερο διακριτικές απέναντι της από προηγουμένως, όταν οι ενέργειες της  αντιστρατεύονται εθνικά συμφέροντα ασφάλειας  των ΗΠΑ και των εναλλακτικών στρατηγικών ρυθμίσεων που προωθούν με άλλους εταίρους στην περιοχή για να πληρώσουν το κενό των προβληματικών τους σχέσεων με την Τουρκία. 

Ενόσω όμως οι Αμερικανοί συνεχίζουν να  εξευμενίζουν την Άγκυρα, εμπλεκόμενοι δρώντες στον άξονα στρατηγικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ που αντιμετωπίζουν απειλές από τη «σύμμαχο» αυτή, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος, θα αμφιβάλλουν για την έκταση και την αξιοπιστία της αμερικανικής υποστήριξης την οποία αναμένουν να έχουν έναντι των σε βάρος τους διεκδικήσεων από την Τουρκία. 

 

Τέλος, καθόσον αφορά την Κύπρο η οποία είναι ήδη εμπλεκόμενο μέρος σε αυτό τον άξονα στρατηγικής συνεργασίας,  η κυβέρνηση της Λευκωσίας φαίνεται να οδηγείται σε περαιτέρω εμβάθυνση και θεσμοθέτηση της σύζευξης της με τις ΗΠΑ.  Δεν παύει  όμως  ταυτόχρονα να διαβεβαιώνει τη Μόσχα ότι δεν εγκαταλείπει την «πολυεπίπεδη» εξωτερική της πολιτική, παρόλο που στην πράξη η συστράτευση με τις ΗΠΑ στην προώθηση της αμερικανικής εθνικής  στρατηγικής ασφάλειας στην περιοχή καθίσταται  ολοένα και πιο εμφανής. Αυτή η προσέγγιση ίσως να εμπεριέχει ευκαιρίες αλλά και αρκετούς κινδύνους. Η πρόκληση για την Κυπριακή Δημοκρατία είναι: Πώς συστρατευόμενη με την μία πλευρά σε βάρος της άλλης θα μπορεί να ικανοποιεί ταυτόχρονα και τις δύο, χωρίς απώλειες για την ασφάλεια της και για το Κυπριακό;  

 

 

ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ

 

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η απόφαση της  Άγκυρας να αποκτήσει το ρωσικό αντιαεροπορικό σύστημα S-400  αψηφώντας τις πιέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών για ματαίωση της παραγγελίας και   κατ’ επέκταση η αναστολή της συμμετοχής της Τουρκίας στο πρόγραμμα των  αμερικανικών μαχητικών F-35 και ενδεχομένως η επιβολή πρόσθετων κυρώσεων, αποτελούν ορόσημο στο ιστορικό των δοκιμαζόμενων μεταψυχροπολεμικών σχέσεων των δύο συμμάχων χωρών. Η εξέλιξη αυτή εμπεριέχει  σαφή μηνύματα αλλαγής προσανατολισμών  στην εξωτερική και αμυντική πολιτική της Τουρκίας που φιλοδοξεί να ασκεί επιρροή μεγάλης δύναμης στην περιοχή και πέραν από αυτή, καθώς και απόκλισης  από παραδοσιακά κοινές αντιλήψεις με τις ΗΠΑ και τη Βορειοατλαντική Συμμαχία (ΝΑΤΟ) σε θέματα ασφάλειας και απειλών, περιλαμβανομένης της στρατιωτικής συνεργασίας με το αντίπαλο ρωσικό στρατόπεδο. Η αντιπαράθεση για τους S-400 και η εν γένει  τουρκική πολιτική θα έχει και τις ανάλογες επιδράσεις στο  εσωτερικό της Τουρκίας, στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις και στο ΝΑΤΟ, καθώς και στη ρωσοτουρκική συνεργασία και βέβαια στον ευρύτερο γεωπολιτικό ανταγωνισμό στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή στον οποίο η Κύπρος έχει τη δική της εμπλοκή.

 

Τις θέσεις αυτές αναπτύσσει το κείμενο που ακολουθεί, σε μια προσπάθεια καλύτερης κατανόησης και ερμηνείας της όλης συμπεριφοράς της Τουρκίας στην περιοχή και ιδιαίτερα των αμερικανοτουρκικών σχέσεων όπως έχουν διαμορφωθεί ή αναμένεται να εξελιχθούν γύρω από την υπόθεση των S-400 ή και σε άλλα θέματα που τις χωρίζουν. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού η μελέτη αναφέρεται αρχικά στο ιστορικό υπόβαθρο των σχέσεων των δύο χωρών καταγράφοντας αρνητικά περιστατικά που συνέβαλαν στη διαφοροποίηση των αντιλήψεων και συμπεριφορών της Τουρκίας και των ΗΠΑ επί διαφόρων ζητημάτων εθνικής ασφάλειας, με αποκορύφωμα την αντιπαράθεση για τους S-400. Εξηγεί και αναλύει το σκεπτικό των εκατέρωθεν διαφωνιών στο θέμα αυτό, τις θέσεις και προειδοποιήσεις του ενός προς τον άλλον για τιμωρητικά μέτρα, τους διαύλους επικοινωνίας και διαλόγου μεταξύ τους, που δεν έλυσαν το πρόβλημα και μάλλον θόλωσαν την εικόνα όσον αφορά την αποφασιστικότητα των ΗΠΑ για επιβολή κυρώσεων πέραν από τα  μέτρα που έλαβαν για τα F-35. Η μελέτη διερευνά τα Περιθώρια και τις Προϋποθέσεις Συμβιβασμού και αναλύει τις πιθανές Συνέπειες, τις Επιπτώσεις και τα Ερωτηματικά που προκύπτουν από την ενδεχόμενη μη επίλυσης της διαφοράς, όπως και τη Στροφή της Άγκυρας προς τη Μόσχα και τις Προοπτικές της σχέσης αυτής. Τέλος παραθέτει τα βασικά της Συμπεράσματα και Διαπιστώσεις.

 

Όλα αυτά καταγράφονται με την επιφύλαξη ότι ενδεχόμενα να υπάρχουν αδιευκρίνιστες ή και άγνωστες πτυχές και αντιφάσεις όσον αφορά τις εκατέρωθεν αντιλήψεις και χειρισμούς αλλά και αστάθμητοι παράγοντες μιας  μεταβαλλόμενης σχέσης, που καθιστούν δύσκολη την ακριβή εκτίμηση και πρόβλεψη των εξελίξεων. Αυτό αποτελεί και αχίλλειον πτέρνα για την παρούσα  μελέτη η οποία να σημειωθεί ότι όταν αναφέρεται σε «απειλή» ή στα συμφέροντα της μιας ή της  άλλης  πλευράς δεν σημαίνει ότι συμμερίζεται την άποψή τους, αλλά απλώς θέτει το ζήτημα από τη δική τους οπτική γωνία. 

 

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ - ΑΡΝΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ

Από το 1952 που η Τουρκία εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ, αισθανόμενη ανασφάλεια από τη Σοβιετική Ένωση και συνήψε σημαντικές αμυντικές και στρατηγικές συμφωνίες με τις ΗΠΑ,  με τεράστιες στρατιωτικές εγκαταστάσεις, βάσεις και επενδύσεις στη χώρα εξυπηρετώντας την κοινή άμυνα από τη «ρωσική απειλή», η συνεργασία με την Ουάσιγκτον ήταν ως επί το πλείστον στενή και λειτουργική. Παραμένει ακόμη και σήμερα στενή αλλά προβληματική και όχι τόσο λειτουργική. Οι δύο χώρες βίωσαν περιπτώσεις αρνητικών εμπειριών που σημάδεψαν τις σχέσεις τους και διατάραξαν τη λειτουργικότητα τους,  ορισμένες από τις οποίες παρατίθενται πιο κάτω και οι οποίες εν πολλοίς συνιστούν και το ιστορικό υπόβαθρο στην αντιπαράθεση  για τους  S-400.

 

Ψυχροπολεμική εποχή

Στη  διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, τέτοια αρνητικά περιστατικά μεταξύ Άγκυρας και Ουάσιγκτον ήταν για παράδειγμα τα εξής: Για την Τουρκία ήταν η μονομερής απόσυρση των αμερικανικών πυραύλων «Jupiter» από το  έδαφος της το 1962 κατά τη διάρκεια της κρίσης της Κούβας, μετά από διακανονισμό των ΗΠΑ με τη Μόσχα,  που άφηνε τη χώρα εκτεθειμένη στη «σοβιετική απειλή». Ήταν επίσης η επιστολή του Προέδρου Λίντον Τζόνσον το 1964 που χαλιναγώγησε τις προθέσεις της Άγκυρας να εισβάλει  στην Κύπρο και αργότερα το εμπάργκο στην προμήθεια αμερικανικού οπλισμού που επέβαλε το Κογκρέσο στην Τουρκία, παρά την αντίθετη γνώμη του Λευκού Οίκου,  ένεκα της εισβολής του 1974 στο νησί. Για την Ουάσιγκτον αρνητικά περιστατικά στις σχέσεις με την Τουρκία ήταν η λήψη τουρκικών  αντίμετρων στο εμπάργκο, η ακύρωση ή αναθεώρηση αμυντικών  συμφωνιών που υπήρχαν μεταξύ τους, καθώς και το κλείσιμο αμερικανικών εγκαταστάσεων στη χώρα, περιορίζοντας τον έλεγχο και τις δραστηριότητες των Αμερικανών στο έδαφός της. Ιδιαίτερα ανησυχητική ήταν τότε η στροφή της Άγκυρας, για πρώτη φορά, προς τη Μόσχα, με τον Πρωθυπουργό Μπουλέντ Ετσεβίτ να εκβιάζει τους Αμερικανούς ότι θα αγόραζε μαχητικά ελικόπτερα και οπλισμό από τη Ρωσία ως απάντηση στην επιβολή του εμπάργκο.

 

 

Μεταψυχροπολεμική εποχή

Στη  μεταψυχροπολεμική εποχή  – όταν πια εξέλιπε η εναντίον τους «κοινή απειλή»  από το σοσιαλιστικό στρατόπεδο, η οποία τους κρατούσε «ενωμένους» στην  προσπάθεια αντιμετώπισής της, παρά τις διαφορές τους - και ιδιαίτερα κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν,  υπήρξαν διάφορα δυσάρεστα περιστατικά στις σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και ΗΠΑ. Για την Τουρκία ήταν εξευτελιστική η σύλληψη και διασυρμός Τούρκων καταδρομέων από αμερικανικές δυνάμεις στο Βόρειο Ιράκ τον Ιούλιο του 2003 (In.gr, 19/07/2003). Για τους Αμερικανούς ήταν ιδιαίτερα τραυματική η  άρνηση της Άγκυρας να επιτρέψει στα αμερικανικά στρατεύματα να χρησιμοποιήσουν το τουρκικό έδαφος στην εκστρατεία τους κατά του Ιράκ για να ανοίξουν νέο μέτωπο στα βόρεια της χώρας, δυσκολεύοντας αφάνταστα τη λειτουργικότητα των συμμαχικών σχέσεων και ασφαλώς τις επιχειρήσεις κατά των δυνάμεων του Σάνταμ Χουσεΐν (Telegraph, 24/03/2003). Ανησυχητική ήταν και η καλλιέργεια του αντιαμερικανισμού στο εσωτερικό της χώρας, η διατάραξη των σχέσεων της Τουρκίας με το Ισραήλ, η υποστήριξή της προς τη  Μουσουλμανική Αδελφότητα και την οργάνωση Χαμάς και η ανάμιξή της στο Παλαιστινιακό, καθώς και οι συνεργασίες που ανέπτυσσε με το Ιράν και ιδιαίτερα με τη Ρωσία.

 

Πιο σύγχρονα γεγονότα και διαφορές

Τα τελευταία χρόνια τις σχέσεις των δύο συμμάχων και στρατηγικών εταίρων σημάδευσαν  συγκρουόμενες απόψεις σε ορισμένα σημαντικά ζητήματα ασφάλειας και εσωτερικής πολιτικής όπως:  Η αντιπαλότητα στο  Συριακό, με τους  Αμερικάνους να στηρίζουν το κουρδικό στοιχείο, που οι Τούρκοι θεωρούν ίσως και τον υπ’ αριθμό ένα κίνδυνο για την ασφάλειά τους («υπαρξιακή απειλή»). Επίσης η  πεποίθηση Ερντογάν ότι οι ΗΠΑ είχαν ανάμειξη στην απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του στις 15 Ιουνίου του 2016, αλλά και η άρνηση των ΗΠΑ,  επικαλούμενες έλλειψη  ικανοποιητικών αποδείξεων, να παραδώσουν στους Τούρκους τον αυτοεξόριστο πνευματικό ηγέτη  Φετουλάχ Γκιουλέν που κατηγορούν ως τον εγκέφαλο της απόπειρας ανατροπής του Ερντογάν.  Για τις ΗΠΑ, πρόσφατα αρνητικά γεγονότα ήταν οι απολυταρχικές και καταπιεστικές μέθοδοι του Ερντογάν στο εσωτερικό και η φυλάκιση αντιφρονούντων και υπόπτων, περιλαμβανομένων δημοσιογράφων και Αμερικανών πολιτών, με αμφισβητούμενες κατηγορίες για σχέσεις τους με Κούρδους ή με πραξικοπηματικά στοιχεία. Επίσης η κράτηση του Αμερικανού πάστορα Άντριου Μπράνσον από το καθεστώς Ερντογάν,  κατηγορούμενου για σχέσεις με πραξικοπηματίες, γεγονός  που οδήγησε σε οικονομικά αντίποινα από την Ουάσιγκτον, τα οποία ταρακούνησαν την τουρκική οικονομία,  μέχρι την απελευθέρωσή του (iefimerida, 2/08/2018).

 

ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΩΝ

Οι αρνητικές εμπειρίες στις σχέσεις των δύο συμμάχων από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 έως πρόσφατα συνέβαλαν στη διαφοροποίηση των αντιλήψεών τους περί εθνικής ασφάλειας και συλλογικής άμυνας. Άμεση ήταν η επίδρασή τους και στη διαμόρφωση της τουρκικής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής ιδιαίτερα στη σύγχρονη εποχή καθώς και στη στάση  των Αμερικανών έναντι των Τούρκων.

 

Από πλευράς Τουρκίας, οι εξελίξεις αυτές ήταν μεταξύ των παραγόντων που συνέβαλαν στο να επιδοθεί σε προσπάθεια  απεξάρτησής της  από τις ΗΠΑ σε θέματα εθνικής στρατηγικής, ασφάλειας και άμυνας. Έχοντας συναίσθηση του πλήγματος που υπέστησαν οι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις μετά την εισβολή του 1974 στην Κύπρο ένεκα του αμερικανικού εμπάργκο στην προμήθεια οπλισμού, δεδομένης της εξάρτησής τους από τις ΗΠΑ, οι Τούρκοι έδωσαν ξεχωριστή έμφαση στην ανάπτυξη της πολεμικής τους βιομηχανίας για να απεξαρτηθούν όσο είναι δυνατό από την Ουάσιγκτον στον τομέα αυτό. Πέτυχαν έτσι να καταστήσουν σταδιακά την Τουρκία όχι απλώς αυτάρκη σε αρκετούς τομείς αλλά και αξιόλογο εξαγωγέα στρατιωτικού οπλισμού, με 170% αύξηση στις εξαγωγές την περίοδο 2014 – 2018 σε σύγκριση με τα έτη 2009 – 2013 ( SIPRI 2018), ενισχύοντας συνάμα την αυτοπεποίθηση και τον έλεγχό τους στην άσκηση πιο ανεξάρτητης εθνικής πολιτικής. Σε αυτό συνέτεινε και η σημαντική πρόοδος της οικονομίας της Τουρκίας και κατ’ επέκταση η ραγδαία αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, το  οποίο μεταξύ 2002 και 2014, επί διακυβέρνησης  του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ταγίπ Ερντογάν,  παρουσίασε πολύ εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης  κυρίως ένεκα σημαντικής αύξησης στις επενδύσεις και την εγχώρια κατανάλωση (KaragölE. T. TheTurkishEconomyDuringtheJusticeandDevelopmentPartyDecade”, inInsightTurkey, Vol. 15, No. 4, Fall 2013, p. 115-129, http://www. insightturkey.com/the-turkish-economy-during-the-justice-anddevelopment-party-decade/articles/1373).

 

Παράλληλα με την οικονομία η ενίσχυση των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων συνέβαλε στο να καταστεί η χώρα σημαντικός παράγων στη διεθνή πολιτική σκηνή, όπου η ισχύς και το εκτόπισμά της, καθώς και οι προκλήσεις στη γύρω περιοχή την ωθούν σε ενέργειες και δράσεις άσκησης επιρροής για επηρεασμό και διαμόρφωση περιβαλλοντικών καταστάσεων με τρόπο που να εξυπηρετεί τους σκοπούς της εθνικής της πολιτικής. Οι στρατιωτικές δραστηριότητές της εκτός συνόρων, πέραν της συνεχιζόμενης κατοχής του βόρειου τμήματος της Κύπρου από τα τουρκικά στρατεύματα, όπως οι επιχειρήσεις και η παρουσία της εντός Συρίας και Ιράκ και ειδικότερα η διατήρηση αγημάτων ή δυνάμεων στη Σομαλία, στο Σουδάν, στο Κατάρ, η πρόσφατη ανοικτή ανάμιξη και στρατιωτική στήριξη της κυβέρνησης της Τρίπολης στη Λιβύη, δεν υποκινούνται μόνο από τις ανάγκες ασφάλειας της χώρας. Υποκινούνται  και από ανταγωνιστικές γεωπολιτικές αντιλήψεις σε σχέση με άλλους  δρώντες στην περιοχή – στη Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική, την Ερυθρά Θάλασσα και το Κέρας της Αφρικής – καθώς και από το νέο Οθωμανικό  όραμα Ερντογάν,  γεγονός που αποτελεί σαφή απόκλιση από παραδοσιακές κεμαλικές αρχές μη επέμβασης εκτός των συνόρων της χώρας. Η ανάπτυξη ναυτικών δυνάμεων πέραν του Αιγαίου και στην Ανατολική Μεσόγειο, η διακήρυξη του δόγματος περί «Γαλάζιας Πατρίδας» και οι διεκδικήσεις που προβάλλει επί της κυπριακής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) όπως και οι συνεχείς παραβιάσεις και παράνομες γεωτρήσεις που πραγματοποιεί, αψηφώντας προειδοποιήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.)  και των ΗΠΑ, είναι  δηλωτικές της νέας τουρκικής συμπεριφοράς.

 

Σε αυτή την πολιτική εντάσσεται και το μνημόνιο στρατιωτικής συνεργασίας και οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών Λιβύης – Τουρκίας που υπέγραψαν στα τέλη Νοεμβρίου 2019  με το εύθραυστο και επαπειλούμενο από τις δυνάμεις του στρατηγού Χαλιφά Χαφτάρ καθεστώτος του προέδρου Φαγές αλ Σαράτζ στον λιβυκό εμφύλιο πόλεμο (ΑΠΕ- ΜΠΕ, 28/11/2017). Η οριοθέτηση αυτή, αντίθετη με το Δίκαιο της Θαλάσσης,  παρεμβάλλεται μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου και επηρεάζει άμεσα ζωτικά ελληνικά αλλά και κυπριακά συμφέροντα και η εμπέδωσή της ανοίγει ένα νέο επικίνδυνο μέτωπο ελληνοτουρκικών εντάσεων και διαφορών στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και στο ΝΑΤΟ. Η δε κλιμάκωση της τουρκικής στρατιωτικής ανάμιξης εκτός του ότι παραβιάζει σχετικά ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, θα οδηγήσει σε έξαρση των συγκρούσεων στην ίδια τη Λιβύη και περαιτέρω εμπλοκή  άλλων ενδιαφερομένων στην ένοπλη αντιπαράθεση στο εσωτερικό με εν πολλοίς απρόβλεπτες αλλά και οδυνηρές πολιτικές, στρατιωτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες εντός και εκτός της χώρας.  

 

Επίσης η προσωπική εμμονή του Τούρκου Προέδρου να διατηρεί και να ενισχύει τη θέση του στην προεδρία, μετερχόμενος απολυταρχικές μεθόδους και καλλιεργώντας τον εθνικισμό, τον αντιαμερικανισμό  και ταυτόχρονα το «νέο Οθωμανικό» του όραμα, κατέστησαν τις τάσεις αυτές στην εξωτερική πολιτική της χώρας ακόμη πιο έκδηλες στα μάτια των δυτικών και πιο αισθητές. Οι στάσεις αυτές εκτός του ότι αποσπούν την προσοχή της τουρκικής κοινής γνώμης από  τα εσωτερικά προβλήματα και τις απολυταρχικές μεθόδους του Τούρκου Προέδρου δημιουργούν ταυτόχρονα αρνητικές προϋποθέσεις ομαλής συνεργασίας της Άγκυρας με τους Αμερικανούς και Ευρωπαίους συμμάχους και πιο δύσκολη τη δυνατότητα συνεννόησης μεταξύ τους για γεφύρωση τυχόν διαφορών.

 

Από την οπτική γωνία των ΗΠΑ, της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ οι δυσάρεστες ιστορικές και πρόσφατες εμπειρίες  με τις αντιδράσεις της Τουρκίας έναντι των εταίρων της,  συνέτειναν στο να αυξηθεί η δυσπιστία της Ουάσιγκτον και άλλων νατοϊκών συμμάχων για τη συμπεριφορά και αξιοπιστία της χώρας αυτής. Αποκορύφωμα στη διαμόρφωση των αντιλήψεών τους για την Τουρκία απετέλεσε το «φλερτ» της  με τη Μόσχα τα τελευταία χρόνια, σε σημείο που κάποιοι δυτικοί να την αποκαλούν και «εχθροφίλο» (CookS. A., CouncilonForeignRelations, 13/11/2017) και άλλοι, όπως ο πρώην αναπληρωτής Υφυπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Τζεντ Μπάμπιν, να προτείνουν ακόμη και την αποπομπή της από το ΝΑΤΟ ( TheWashingtonTimes, 17/08/2019). Είναι γεγονός ότι η Τουρκία ουδέποτε προηγουμένως είχε τόσο ευρέως διαδεδομένη αρνητική εικόνα όσο σήμερα ανάμεσα στο πολιτικοστρατιωτικό κατεστημένο των ΗΠΑ αλλά και άλλων, ευρωπαϊκών, πρωτευουσών.

.

Η ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ S-400

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εμπειριών, αντιλήψεων και πολιτικών συμπεριφορών, μπορεί κανείς να προσεγγίσει και την αντιπαράθεση μεταξύ Τούρκων και  Αμερικανών για το ρωσικό αντιαεροπορικό σύστημα S-400 που εξελίχθηκε σε μείζονος σημασίας δοκιμασία των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Είναι μια υπόθεση που θα μπορούσε να θεωρηθεί πιο κρίσιμη και από την υπόθεση της επιβολής του εμπάργκο αποστολής οπλισμού στην Τουρκία τη δεκαετία του ‘70, για τον πρόσθετο λόγο ότι λαμβάνει χώρα σε ένα διεθνές πολυκεντρικό πολιτικοστρατιωτικό περιβάλλον, πολύ πιο περίπλοκο και ρευστό από το διπολικό σύστημα του Ψυχρού Πολέμου.  Στο νέο  περιβάλλον η «απειλή» από τον ένα πόλο, την πλευρά της ρωσικής «υπερδύναμης», που  θα λειτουργούσε ανασταλτικά σε τυχόν τάσεις χωρών μελών του άλλου πόλου - ΝΑΤΟ και ΗΠΑ  - να εγκαταλείψουν την προστατευτική του ομπρέλα, έπαψε ουσιαστικά να υφίσταται ή έχει σημαντικά αλλοιωθεί. Νέες προκλήσεις και μορφές απειλών έχουν εμφανιστεί. Οπότε για την Άγκυρα, παρόλο που υπάρχει επιφύλαξη για τον κίνδυνο από τη Ρωσία,  η επίκληση του μπαμπούλα της «ρωσικής απειλής» από τους Αμερικανούς ή άλλους συμμάχους της δεν έχει την ίδια ισχύ ή αποθαρρυντική επίδραση στην άσκηση της εθνικής της πολιτικής ακόμη και όταν αυτή είναι αντίθετη με  τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ στο οποίο συμμετέχει. Αξιοσημείωτο είναι το ότι ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν μερικές εβδομάδες πριν τη σύνοδο της Συμμαχίας στο Λονδίνου στις 3 Δεκεμβρίου 2019 και έχοντας κατά νουν μεταξύ άλλων και την τουρκική συμπεριφορά, προειδοποίησε ότι το ΝΑΤΟ καθίσταται «εγκεφαλικά νεκρό»    ( Economist, 7/11/2019).

 Μέσα σε αυτό το τοπίο εντάσσεται και η από μέρους της Τουρκίας παραγγελία του αντιαεροπορικού πυραυλικού συστήματος S-400 από τη Ρωσία. Επρόκειτο όμως και για πράξη,  που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν το αποκορύφωμα της ήδη υποβόσκουσας μακρόχρονης έντασης στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις με φόντο το συριακό πρόβλημα αλλά και άλλα ανοικτά ζητήματα και διαφορές της χώρας από διάφορες κατευθύνσεις στον περίγυρό της. Για το θέμα αυτό η Άγκυρα υποδείκνυε ότι είχε από καιρό επισημάνει την ανάγκη ενίσχυσης της αντιαεροπορικής και αντιπυραυλικής της άμυνας για την αντιμετώπιση σε βάρος της απειλών από τον αέρα στην  περιοχή, και ότι από τις επιλογές που είχε ενώπιόν της οι S-400 κρίθηκαν ως οι καταλληλότεροι (Reuters, 04/06/2019). Φυσικά μια άλλη παράμετρος η οποία δεν έχει δεόντως συζητηθεί είναι το ενδεχόμενο τα ρωσικά συστήματα, σε περίπτωση νέας απόπειρας ανατροπής του Ερντογάν, όπως το 2016 όταν μαχητικά της τουρκικής αεροπορίας διαδραμάτισαν κύριο ρόλο εναντίον του, να μπορεί ο Τούρκος ηγέτης να τα χρησιμοποιήσει για την προστασία του, γιατί σε αντίθεση με τα υφιστάμενα ραντάρ και αντιαεροπορικά, που είναι νατοϊκών προδιαγραφών, οι S-400 δεν θα τα αναγνωρίζουν  ως φίλια  αλλά ως εχθρικά για να τα καταρρίπτουν.  Ανάλογα όμως  πού θα τοποθετηθούν τα ρωσικά συστήματα θα είναι αρκετά ενδεικτικός και ο σκοπός και η αποστολή τους.

 

 Από την άλλη, οι ΗΠΑ αντιδρούσαν για τα τεχνικά προβλήματα που θα δημιουργούσε η αγορά του ρωσικού συστήματος στη λειτουργία της νέας γενιάς μαχητικών F-35 στο πρόγραμμα παραγωγής των οποίων συμμετείχε και η Τουρκία, που είχε επίσης παραγγείλει πέραν των 100 για την πολεμική της αεροπορία. Η Ουάσιγκτον ανησυχούσε  γιατί πέραν της τουρκικής εξάρτησης από τη Ρωσία και το Ιράν στο θέμα της ενέργειας (εισάγει 59% του φυσικού της αερίου από την πρώτη και 16% από τη δεύτερη) υπήρχε ζήτημα σχετικά με την αυξανόμενη πολιτική, στρατιωτική και οικονομική  συνεργασία της συμμάχου Τουρκίας με την Τεχεράνη και ασφαλώς με τη Μόσχα  που οι ΗΠΑ θεωρούν ως κύρια απειλή κατά των συμφερόντων και κατά της ασφάλειάς τους, καθώς και της Νατοϊκής Συμμαχίας (USANationalSecurityPolicy, Δεκέμβριος 2017). Ιδιαίτερα όμως το θέμα των S-400 για τους Αμερικανούς έφερε την Τουρκία του Ερντογάν - μια μέσου μεγέθους δύναμη, που φιλοδοξεί να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στην περιοχή και προφανώς πέραν από αυτή -  ακόμη πιο κοντά στη Μόσχα και στο ρωσικό στρατόπεδο και ταυτόχρονα σε μετωπική αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ, τη μοναδική υπερδύναμη, στρατηγικό εταίρο και ηγετικό σύμμαχό της στο ΝΑΤΟ.

 

ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Τουρκία είχαν κάμει από την αρχή σαφείς τις θέσεις  και προθέσεις τους επί του θέματος των S-400. Παρέμειναν βέβαια και οι δύο πλευρές αμετακίνητες στις τοποθετήσεις και τις προειδοποιήσεις τους.

 

Από αμερικανικής πλευράς, τόσο το Κογκρέσο όσο και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, το Υπουργείο Άμυνας και οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας,  είχαν προ καιρού διατυπώσει την αντίθεσή τους στην τουρκική απόφαση απόκτησης του συστήματος αυτού από τη Ρωσία. Επαναλάμβαναν ότι αντιστρατεύεται τα συμφέροντα ασφάλειάς τους και υπονομεύει  τη συνοχή στο ΝΑΤΟ, καθώς και τη συμβατότητα και διαλειτουργικότητα των οπλικών συστημάτων της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, εξυπηρετώντας στρατιωτικά και κατ’ επέκταση στρατηγικά το αντίπαλο ρωσικό στρατόπεδο. Υποστήριζαν ότι  οι S-400 θέτουν σε κίνδυνο τη λειτουργία της νέας γενιάς των αμερικανικών μαχητικών F-35, που η Τουρκία βρισκόταν σε αναμονή για να αρχίσει σταδιακά να  παραλαμβάνει ως μέρος της παραγγελίας των 100 αεροσκαφών που είχε υποβάλει στις ΗΠΑ προ καιρού. 

 

Πέραν τούτων έβλεπαν ότι η τουρκική στάση στο θέμα των ρωσικών πυραύλων επιβεβαίωνε τις διαπιστώσεις για στρατηγική απόκλιση της Άγκυρας   από το νατοϊκό στρατόπεδο και στροφή προς την αντίπαλη πλευρά, τη Ρωσική Ομοσπονδία. Το γεγονός αυτό ήρθε να προσθέσει στις ανησυχίες των δυτικών δυνάμεων για τη νομιμοφροσύνη των Τούρκων έναντι της Συμμαχίας τους και τους Αμερικανούς εταίρους, καθώς και για το ενδεχόμενο αναταράξεων και ρωγμών στη συνοχή του ΝΑΤΟ και υπονόμευσης της αλληλεγγύης μεταξύ των μελών του.

 

O Αμερικανός Αντιπρόεδρος Μάικ Πενς, όπως και άλλοι κρατικοί αξιωματούχοι, ήταν κατηγορηματικός όσον αφορά τη διαφωνία της χώρας του επί του θέματος: Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ δεν θα παραμείνει άπραγος, είπε, την ώρα που οι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ «αγοράζουν όπλα από τους αντιπάλους μας που απειλούν τη συνοχή της συμμαχίας μας». Η Τουρκία πρόσθεσε «πρέπει να επιλέξει: ‘Θέλει να παραμείνει κρίσιμος εταίρος στην πιο επιτυχημένη στρατιωτική συμμαχία στην ιστορία ή θέλει να διακινδυνεύσει την ασφάλεια αυτής της εταιρικής σχέσης λαμβάνοντας τέτοιες παράτολμες αποφάσεις που υπονομεύουν τη συμμαχία μας;’»(CNNGreece, 3/04/2019).  Επίσης με επιστολή του ημερομηνίας 6/06/2019 - το περιεχόμενο και το ύφος της οποίας οι Τούρκοι χαρακτήρισαν ανάρμοστο - ο ασκών καθήκοντα  Υπουργού Άμυνας  των ΗΠΑ Πάτρικ Σάναχαν, προειδοποίησε ωμά την Τουρκία  ότι «εάν προχωρήσει με την παραλαβή των S-400, δεν θα πάρει τα F-35» και ότι θα τερματιστεί η συμμετοχή της στη διαδικασία παραγωγής τμημάτων του συγκεκριμένου αεροσκάφους. «Έχετε ακόμη την επιλογή να αλλάξετε γνώμη» υπέδειξε στους Τούρκους εταίρους του (BBC, 9/6/2019).

 

 Η Τουρκία,  από την άλλη, η οποία έκρινε ως σημαντική για την αντιπυραυλική και αντιαεροπορική της  άμυνα την απόκτηση των  S-400, αφού η προσφορά των «Patriots»  από τις ΗΠΑ  όπως ισχυριζόταν δεν ήταν ελκυστική, αντέδρασε άμεσα. Ο Αντιπρόεδρος της χώρας, Φουάτ Οκτάι, απαντώντας στους Αμερικανούς μέσω twitterέγραφε: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να επιλέξουν: Θέλουν να παραμείνουν σύμμαχος της Τουρκίας ή θα διακινδυνεύσουν τη φιλία μας, ενώνοντας τις δυνάμεις τους με τρομοκράτες, για να υπονομεύσουν την άμυνα του συμμάχου τους στο ΝΑΤΟ εναντίον των εχθρών του;»  (Ναυτεμπορική, 4/04/2019). Επίσης  δια στόματος του ίδιου του Προέδρου Ερντογάν η Άγκυρα κατέστησε σαφείς  τις δικές της προθέσεις ως προς την απαίτηση των Αμερικανών:  Η αγορά των S-400, δήλωσε, είναι τελειωμένη υπόθεση. Προχώρησε μάλιστα και σε ακόμη ένα βήμα πάρα πέρα λέγοντας  ότι «θα βοηθήσουμε τη Ρωσία, παράγοντας από κοινού τα αμυντικά συστήματα S-500 (Reuters, 20/05/2019).  “Δεν θα υποχωρήσουμε. Το λέω πάντοτε.  Εδώ δεν είναι κράτος κωμόπολη, εδώ είναι η Τουρκική Δημοκρατία. Ρίξαμε την υπογραφή, όλα έχουν τελειώσει. Αν τώρα γλείψουμε αυτά που έχουμε φτύσει δεν ταιριάζει στο κράτος μας, ούτε και σε μένα ως αρχηγός κράτους”» (ΚΥΠΕ, 16/06/2019). Οι S-400 είπε «θα αρχίσουν να έρχονται το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου» (Reuters, 16/6/2019).  Ο δε Υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου, χωρίς να προσδιορίζει τι ακριβώς εννοούσε, προειδοποίησε ότι : «Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες προχωρήσουν σε οποιεσδήποτε αρνητικές ενέργειες προς εμάς, θα λάβουμε αντίμετρα» (ΑΠΕ- ΜΠΕ, 14/06/2019). «Αν δεν μας δώσουν τα F-35 για τα οποία  πληρώσαμε $1.25 δις θα ζητήσουμε αποζημιώσεις» είπε ο Ερντογάν. «Πού ακούστηκε», διερωτήθηκε, «σύμμαχος να απειλεί σύμμαχό του με κυρώσεις;» (AnadoluAgency, 27/06/2019).

 

Βέβαια το ερώτημα του Ερντογάν  θα μπορούσε να ισχύει και αντιστρόφως, για τους Αμερικανούς και το ΝΑΤΟ, ήτοι: Πού ακούστηκε μέλος μιας στρατιωτικής συμμαχίας να αναπτύσσει αμυντικές συνεργασίες με  το αντίπαλο στρατόπεδο και να αγοράζει από αυτό σημαντικό εξοπλισμό που ως επί το πλείστον στρέφεται εναντίον των συμμάχων του; Να προγραμματίζει με τον υποτιθέμενο «εχθρό» συμπαραγωγή οπλικών συστημάτων και διεξαγωγή κοινών ναυτικών και άλλων ασκήσεων;  Το σχιζοφρενικό  είναι ότι την ίδια ώρα που η Τουρκία ενισχύει τις στρατιωτικές σχέσεις της με τη Μόσχα, συμμετέχει και σε ασκήσεις του ΝΑΤΟ που στρέφονται εναντίον της Ρωσίας (Hellasjournal, 09/03/2019), υποδηλώνοντας αυτό που στην καθομιλουμένη λένε πως η Άγκυρα θέλει «να έχει την πίτα άκοπη και τον σκύλο χορτάτο».

 

Chickengame?

Η εμμονή των Τούρκων και των Αμερικανών στις θέσεις τους στο θέμα των S-400, όπως προκύπτει από τις εκατέρωθεν επιχειρηματολογίες και δημόσιές τοποθετήσεις τους, έδινε,  τουλάχιστον στην αρχή, την εντύπωση  διελκυστίνδας -  ίσως και ένα είδος «chickengame» - ως προς το ποιος θα εξαναγκαζόταν πρώτος εκ των δύο να υποκύψει στις απαιτήσεις του άλλου, να πατήσει φρένο και να υποχωρήσει για να μη πέσει στο γκρεμό. Η πεποίθηση τους,  στηριγμένη σε αντιλήψεις  ως προς το ποιος εκ των δύο έχει περισσότερη ανάγκη τον άλλο,  ήταν στοιχείο που προφανώς θα έκρινε ποια από αυτές χώρες θα έκανε ένα βήμα πίσω για να μη χαθεί εκείνο το όφελος που η σχέση τους πίστευαν ότι προσφέρει. Η εθνική υπερηφάνεια, το προσωπικό γόητρο των πρωταγωνιστών και η αξιοπιστία  τους ως προς τις σχέσεις, τις αποφάσεις και τις συναλλαγές τους και η εικόνα τους στο εσωτερικό και το εξωτερικό, ήταν παράγοντες που καθιστούσαν την όλη υπόθεση και τις προσπάθειες που καταβάλλονταν  για την επίλυσή της ακόμη πιο δύσκολη, αδιέξοδη και περίπλοκη.

 

ΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΤΩΝ HQ-9 ΚΑΙ Η ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΜΑΤΑΙΩΣΗΣ ΤΩΝ S-400

Αξίζει να σημειωθεί ότι παρόμοια τουρκική ενέργεια απόκτησης μακρού βεληνεκούς αντιαεροπορικών εκτός ΝΑΤΟ, στέλλοντας μηνύματα αλλαγής πλεύσης σε ζητήματα ασφάλειας και άσκησης εθνικής πολιτικής,  εκδηλώθηκε και το 2009.  Η προσπάθεια αυτή κατέληξε,  παρά τις διαφωνίες των Αμερικανών και των άλλων συμμάχων της στο ΝΑΤΟ, σε συμφωνία με την Κίνα το 2013 για αγορά του συστήματος HQ-9 ( XinhuaNewsAgency, 26/09/2019) χωρίς ωστόσο τελικά να υλοποιηθεί. Η παραγγελία  εικάζεται ότι ματαιώθηκε είτε μετά από την έντονη αντίδραση των ΗΠΑ και Νατοϊκών Συμμάχων επικαλούμενοι παρόμοιους λόγους όπως και σήμερα σε σχέση με τους S-400, είτε γιατί  οι Κινέζοι άλλαξαν γνώμη και τελικά αποφάσισαν ότι  δεν θα ήθελαν να μεταβιβάσουν ταυτόχρονα με το HQ-9 και την τεχνογνωσία για την κατασκευή τους που απαιτούσαν οι Τούρκοι. Άλλη εκδοχή είναι ότι οι Τούρκοι άλλαξαν γνώμη, όχι όμως όπως πιστεύουν οι σύμμαχοί τους γιατί  ενέδωσαν στις πιέσεις τους - γι’ αυτό  ίσως και να τις επαναλαμβάνουν ανεπιτυχώς σήμερα με τους S-400 -  αλλά γιατί υπήρχε απροθυμία  ανάμεσα στους τουρκικούς στρατιωτικούς  κύκλους για  απόκτηση κινεζικών συστημάτων. 

 

Αν ισχύουν τα περί ματαίωσης  της αγοράς HQ-9, ένεκα των συμμαχικών πιέσεων, είναι προφανές ότι  αυτή η τακτική απέτυχε να έχει το ίδιο αποτέλεσμα στην περίπτωση των S-400,  αφού τελικά οι Τούρκοι άρχισαν να παραλαμβάνουν κανονικά τα ρωσικά συστήματα στις 12 Ιουλίου 2019 με επακόλουθο την ανακοίνωση των Αμερικανών για αποπομπή της από το πρόγραμμα των F-35. Εμφανώς κανείς δεν κατάφερε να πείσει ή να υποχρεώσει τον άλλο να κάνει πίσω στο θέμα των S-400. Οι αμερικανικές προειδοποιήσεις απέτυχαν να πείσουν την Άγκυρα να ακυρώσει την παραγγελία ή να αποτρέψουν την έλευσή τους. Οι Τούρκοι απέτυχαν να πείσουν τους Αμερικανούς να μη λάβουν τα μέτρα που προειδοποιούσαν για τα F-35.  Το γεγονός αυτό μεταφέρει, τουλάχιστο δημόσια, το μήνυμα ότι το κόστος που υπολόγιζαν ότι θα υποστούν από τα μέτρα και τα αντίμετρα ή και τις άλλες πιθανές συνέπειες, με τις οποίες προειδοποιεί ο ένας τον άλλο, δεν τους είχε αποθαρρύνει. Η κάθε πλευρά και ιδιαίτερα η Τουρκία έδειξε αποφασισμένη  να τραβήξει το δρόμο της όπως αντιλαμβάνεται ότι το εθνικό της συμφέρον επιτάσσει, καθιστώντας ταυτόχρονα τη σύγκρουση, με την εκατέρωθεν λήψη μέτρων, αναπόφευκτη, ιδίως εάν ούτε στην πορεία επέλθει μεταξύ Άγκυρας και Ουάσιγκτον συμβιβασμός.

 

ΔΙΑΥΛΟΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΛΟΓΟΣ

Σε όλο το διάστημα της αντιπαράθεσης μεταξύ Τουρκίας – ΗΠΑ για τους S-400, από τον Δεκέμβριο τους 2017 έως τις 12 Ιουλίου 2019 που άρχισε η παραλαβή των ρωσικών συστημάτων, αλλά και μετά, υπήρξαν δίαυλοι επικοινωνίας και διάλογος για επίλυση της διαφοράς. Ωστόσο κανένα θετικό αποτέλεσμα ή συμβιβασμός από τις επαφές αυτές δεν υπήρξε, οι δε συναντήσεις Ερντογάν – Τραμπ μάλλον θόλωσαν τα νερά χωρίς να έχει λυθεί η διαφορά.

 

Κανάλια επικοινωνία και διάλογος

Παρά τη δημόσια ρητορική και την ανυποχώρητη στάση που επιδείκνυαν Τουρκία και ΗΠΑ στη  διαφορά τους για τους S-400, ταυτόχρονα παρέπεμπαν σε μεταξύ τους διάλογο ο οποίος και διεξαγόταν μέσα από διάφορα κανάλια επικοινωνίας σε διάφορα επίπεδα. Τέτοια κανάλια επικοινωνίας - εκτός από δηλώσεις στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης -  ήταν κυρίως οι απευθείας προσωπικές επαφές μεταξύ των Υπουργών Εξωτερικών, των Υπουργών Άμυνας, του γαμπρού  του Ερντογάν με τον Σύμβουλο Ασφάλειας του Τραμπ, της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων και Υπηρεσιακών Παραγόντων αλλά και των ιδίων των Προέδρων των δύο χωρών.

 

Είναι προφανές ότι στον διάλογο ΗΠΑ – Τουρκίας  οι Τούρκοι πρότασσαν τα δικά τους επιχειρήματα, εισηγήσεις, διαβεβαιώσεις και εθνικές τοποθετήσεις. Υποστήριζαν ότι δεν θα επηρεαστεί η λειτουργία των νατοϊκών συστημάτων από την εγκατάσταση των S-400 και ότι το ρωσικό αντιαεροπορικό δεν απειλεί το ΝΑΤΟ. Πρότειναν τη σύσταση ομάδας εμπειρογνωμόνων για να εξετάσουν και από τεχνικής άποψης το θέμα – όχι βέβαια για να μην αφιχθούν οι S-400 – αλλά για να καθησυχάσουν τους φόβους των Αμερικανών και να μην πάρουν σε βάρος τους μέτρα. Δηλαδή να μην τους αποκλείσουν από ό,τι έχει σχέση με τα F-35. Επίσης υπογράμμιζαν τη συνέχιση της παραμονής της χώρας στη Βορειοατλαντική Συμμαχία και ότι δεν αλλάζουν στρατόπεδο. Απλά υποδείκνυαν ότι ως ανεξάρτητη  μεγάλη χώρα, έχει δικαίωμα να ασκεί «πολυδιάστατη»  εξωτερική πολιτική και να διατηρεί καλές σχέσεις και συνεργασία με άλλα κράτη όπως η Ρωσία. Ισχυρίζονταν ότι το ζήτημα των S-400 δεν είναι πρόβλημα του ΝΑΤΟ και της Άγκυρας αλλά διμερής διαφορά μεταξύ δύο μελών της Συμμαχίας  - των ΗΠΑ και της Τουρκίας, όπως για παράδειγμα έλεγαν και για τη σύγκρουσή τους με τις ΗΠΑ για το θέμα του εμπάργκο που τους επέβαλε το Αμερικανικό Κογκρέσο για την εισβολή στην Κύπρο κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1970.  Από την αρχή της παραγγελίας του συστήματος η Τουρκία είχε τη θέση, όπως τη διατύπωσε ο Υπουργός Εξωτερικών Τσαβούσογλου ότι : «Η αγορά των  ρωσικών αμυντικών πυραύλων S-400 δεν σημαίνει ότι η Τουρκία απομακρύνεται από τις δομές της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Η Τουρκία έχει δικαίωμα να ακολουθεί μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική. Η Τουρκία δεν παρασύρεται,  βρίσκεται στη θέση της» (Ant1 News, 23/11/2017).

 

Από την άλλη οι ΗΠΑ, παρόλο που ένεκα της στρατηγικής σημασίας που έχει γι’ αυτές η Τουρκία και δεν θα ήθελαν να την χάσουν από σύμμαχό τους αλλά ούτε και να ενεργεί  σε βάρος των αμερικανικών και νατοϊκών συμφερόντων, συνέχισαν μέσω κρατικών αξιωματούχων τον διάλογο με την Τουρκία επιμένοντας στη δική τους άποψη αλλά και να ενοχλούνται από τις στρατιωτικές συνεργασίες και συγκλίσεις της  Άγκυρας με τη Μόσχα και την «απειθαρχία» της έναντι της  Συμμαχίας. Επέμεναν να αντιτίθενται στην υλοποίηση της παραγγελίας και την εγκατάσταση των ρωσικών  αντιαεροπορικών στη νατοϊκή Τουρκία ένεκα των επιπτώσεων που ισχυρίζονταν ότι θα είχαν στη λειτουργία και ασφάλεια των F-35 και την άμυνα της Συμμαχίας. Ούτε και είχαν απαντήσει στην τουρκική έκκληση για σύσταση της  ομάδας για εξέταση του θέματος. Απλώς σαν φόρμουλα επίλυσης της διαφοράς οι Αμερικανοί υποδείκνυαν  ως εναλλακτική λύση στη μη υλοποίηση της παραγγελίας, την από μέρους τους πώληση των «Patriots»  στη Τουρκία. Όμως η τουρκική πλευρά,  ενώ συζητούσε και δεν απέκλειε μια τέτοια αγορά στο μέλλον, τη  θεωρούσε  ξεχωριστή υπόθεση, επιμένοντας στις θέσεις της και δηλώνοντας ότι δεν τη συνδέει με το θέμα των S-400. Με αυτά τα δεδομένα η κατάσταση παρέμενε αδιέξοδη και η διαφορά απόψεων δεδομένη.

 

Οι συναντήσεις Ερντογάν - Τραμπ

Αφού σε επίπεδο Υπουργών αλλά και υπηρεσιακών παραγόντων η αμερικανική πλευρά παρέμενε αμετακίνητη στις θέσεις της έναντι της Τουρκίας,  ο  Πρόεδρος Ερντογάν,  είχε εναποθέσει ελπίδες  στο αποτέλεσμα συνάντησης που θα είχε  με τον Πρόεδρο Τραμπ  στις 29 Ιουνίου 2019 στα πλαίσια της συνόδου των G20 στην Ιαπωνία. Η συνάντηση μάλλον θόλωσε κάπως τα νερά ως προς τη λήψη μέτρων από την Ουάσιγκτον, όμως τίποτα το ουσιαστικό δεν φαίνεται να είχε προκύψει, αλλά ούτε και έμεινε απροετοίμαστος στο ενδεχόμενο κυρώσεων ο Ερντογάν.

 

Ο λόγος που ο Τούρκος Πρόεδρος επιζήτησε τη συνάντηση με τον Τραμπ ήταν πρόδηλος. Ο Ερντογάν - όπως και οι Αμερικανοί - προβληματιζόμενος για τις επιπτώσεις που θα μπορούσαν να υπάρξουν για τη χώρα του από τη σύγκρουση αυτή, δεν θα ήθελε να ανατινάξει με τις ΗΠΑ και ιδιαίτερα  με το ΝΑΤΟ, τις γέφυρες μεταξύ τους.  Μάλιστα με χειρονομίες  του ο Ερντογάν,  πριν τη συνάντηση αυτή (π.χ. απαλλαγή Τούρκου υπαλλήλου του Γενικού Προξενείου των ΗΠΑ στην Κωνσταντινούπολη και της οικογένειάς του από τον κατ’ οίκον περιορισμό που τους επέβαλε το καθεστώς του) καθώς και με δηλώσεις του ότι ο Τραμπ ουδέποτε τον προειδοποίησε με  κυρώσεις για το θέμα των S-400 (AnadoluAgency, 27/06/2019), προσέβλεπε σε θετική ανταπόκριση του  Αμερικανού  Προέδρου στο πρόβλημα των ρωσικών πυραύλων. Και αυτό σε αντίθεση με τη στάση των «υφισταμένων» του για τους οποίους ο Τούρκος Πρόεδρος μιλούσε με κάπως απαξιωτικό τρόπο, λέγοντας ότι δεν έχει σημασία τι λένε αυτοί, αλλά τι λέει ο Τραμπ.

 

Αυτή η προσδοκία του Τούρκου Προέδρου από τη συνάντησή του με τον πλανητάρχη φάνηκε καταρχάς να είχε σε κάποιο βαθμό δικαιωθεί, αφού οι δηλώσεις σε αυτό το επίπεδο έδιναν την εντύπωση μιας πιο χαλαρής στάσης από πλευράς Αμερικής.  Ο Πρόεδρος  Τραμπ μετά τη συνάντησή τους, μιλώντας περισσότερο με επιχειρηματικούς όρους, δήλωσε δημόσια τη συμπάθειά του για τον Τούρκο ομόλογό του και βρήκε δικαιολογημένη τη στάση του στο θέμα των S-400 όπως και την απαίτησή του να παραλάβει τα F-35 αφού είχε ήδη πληρώσει και προκαταβολή. Επέρριψε τις ευθύνες  στους χειρισμούς της προηγούμενης Διοίκησης του Μπαράκ  Ομπάμα που δεν ικανοποίησε το τουρκικό αίτημα για τους «Patriots», και έφερε  τις δύο χώρες σε αυτή τη φάση που βρίσκονται οι σχέσεις τους σήμερα. Ο Ερντογάν από την πλευρά του έλεγε αργότερα ότι: «ο Αμερικανός Πρόεδρος διαβεβαίωσε  ότι δεν θα επιβληθούν αμερικανικές κυρώσεις εις βάρος της Τουρκίας εξαιτίας της απόφασής της να αγοράσει ρωσικά πυραυλικά συστήματα» (CNNGreece, 29/06/2019). 

 

Βέβαια παρά τις δηλώσεις συμπάθειας του Τραμπ για τον Ερντογάν, δεν  υπήρχαν συγκεκριμένες δημόσιες αναφορές από μέρους του ιδίου του Αμερικανού Προέδρου, είτε στελεχών της Διοίκησής του,  που να δείχνουν ότι τουλάχιστον όσον αφορά τον αποκλεισμό της Τουρκίας από τα F-35, θα υπήρχε απόκλιση από τις αρχικές αμερικανικές τοποθετήσεις. Αν και τίποτα δεν μπορούσε να αποκλεισθεί,  θα συνιστούσε μεγάλο ατόπημα ο  Τράμπ, παρά τις ιδιορρυθμίες του, να ασπασθεί εντελώς απροκάλυπτα τις θέσεις του «φίλου»  Ερντογάν, τασσόμενος υπέρ της παραλαβής και εγκατάστασης των S- 400, χωρίς καθόλου συνέπειες για την Τουρκία, καρφώνοντας πισώπλατα τους στενούς του συνεργάτες - τον Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησής του, το Στέιτ Ντιπάρντμεν, το Υπουργείο Άμυνας -  και βέβαια το Κογκρέσο και τις σχετικές Νομοθεσίες των ΗΠΑ. Εξάλλου το αμερικανικό κατεστημένο ήταν πολύ ενοχλημένο  με την όλη συμπεριφορά της Τουρκίας και τα «παιγνίδια» απέναντί τους σε σχέση με τους Ρώσους. Επίσης θα ήταν αδιανόητο οι συνεργάτες του Αμερικανού Προέδρου - που ο Ερντογάν ισχυριζόταν ότι δεν έχει σημασία τι λένε αυτοί -  να προειδοποιούσαν με μέτρα την τουρκική ηγεσία εν αγνοία του πολιτικού τους  προϊσταμένου ή, περιφρονώντας τις προθέσεις του Ντόναλντ Τραμπ.

 

Βασικά ο Αμερικανός Πρόεδρος, πέραν των συναισθηματικών αναφορών για τον Ερντογάν,  τόσο ο ίδιος όσο και συνεργάτες του, προέβησαν  σε ορισμένες υποδείξεις που υποδήλωναν ότι το πρόβλημα των S-400 και των κυρώσεων για τις ΗΠΑ ήταν υπαρκτό και δεν είχε λήξει. «Είναι ένα πρόβλημα, αυτό είναι αναμφισβήτητο», τόνισε ο Τραμπ.  «Εξετάζονται διάφορες λύσεις» είπε. Εξάλλου μερικά εικοσιτετράωρα μετά τη συνάντηση Τραμπ - Ερντογάν, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ επαναλάμβανε τις γνωστές απόψεις της κυβέρνησης επί του θέματος και λίγο αργότερα το Αμερικανικό Πεντάγωνο προειδοποιούσε ξανά πως  «η αγορά από την Τουρκία του ρωσικού συστήματος πυραυλικής άμυνας S-400 είναι ασυμβίβαστη με το πρόγραμμα κατασκευής των F-35. Δεν θα επιτραπεί στην Τουρκία να έχει και τα δύο συστήματα» (HellasJournal, 3/07/2019). Οι θέσεις των δύο πλευρών στο θέμα αυτό παρέμεινε αμετάβλητη ακόμη και μετά τη δεύτερη συνάντηση του Ερντογάν με τον Αμερικανό Πρόεδρο στις 17 Νοεμβρίου 2019, κατά την επίσκεψη του στις ΗΠΑ.

 

ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΑ ΜΕΤΡΑ  

Η εικόνα σχετικά με τη στάση του Λευκού Οίκου, μετά τις δηλώσεις κατανόησης και συμπαθείας Τραμπ προς Ερντογάν  για την απόφασή του για τους  S-400, αλλά και τη λήψη μέτρων αποκλεισμού της Τουρκίας από τα F-35,  προβάλλει ακόμη κάπως ζοφερή και συγχυσμένη. Το αμερικανικό κατεστημένο  και ειδικά η Προεδρεία φαίνεται να είναι σε αναμονή αλλά και να ταλαντεύεται όσον αφορά τις περαιτέρω αντιδράσεις του απέναντι στην «ανυπάκουη» πλην όμως σημαντική αυτή «σύμμαχο», καθώς και στο θέμα της επιβολής κυρώσεων όπως απαιτεί η νομοθεσία των ΗΠΑ.

 

Ο λόγος για τη σύγχυση αυτή οφείλεται κυρίως στο ότι αντίθετα με τις αυστηρές και σαφείς προειδοποιήσεις των συνεργατών του προς την Τουρκία για τους S-400, ο  Πρόεδρος  Τραμπ συνέχισε  να κρατά πιο θετική και ήπια στάση απέναντι σε αυτή την «πολύτιμη εταίρο»,  όπως την χαρακτηρίζει. Προφανώς γιατί δεν θα ήθελε να τορπιλιστούν οι μεταξύ τους σχέσεις. Επίσης ίσως ο Πρόεδρος – συνειδητά ή όχι –  να παίζει  τον ρόλο του «καλού» εκφράζοντας συμπάθεια στον «φίλο» Ερντογάν. Μπορεί ακόμη  όντως  να είχε δώσει  και κάποιες διαβεβαιώσεις  στον Τούρκο Πρόεδρο για ήπιες αντιδράσεις από μέρους του  όσον αφορά μέτρα εναντίον της Τουρκίας  που θα είναι υποχρεωμένος να λάβει βάσει της αμερικανικής νομοθεσίας.

 

Διασαφηνίζοντας κάπως την εικόνα γύρω από την υπόθεση αυτή ως προς τη στάση της Αμερικής, θα μπορούσε να υποδειχθεί πως: Ο Πρόεδρος Τραμπ υποσχόμενος στον Ερντογάν ότι δεν θα επιβάλει κυρώσεις  σίγουρα δεν μπορεί όσο και να το ήθελε, να εννοούσε τη μη αναστολή της συμμετοχής της Τουρκίας από το σύστημα παραγωγής των F-35 και τη μη ματαίωση της απόκτησης των αεροσκαφών αυτών από την Τουρκική Πολεμική Αεροπορία. Εξού  και μερικά εικοσιτετράωρα μετά την ανακοίνωση της άφιξης των S-400 στην Τουρκία, ο Λευκός Οίκος και οι Υφυπουργοί  Άμυνας Έλεν Χορν και Ντέιβιντ Τράτζτενμπεργκ,  ανακοίνωναν  το μέτρο του αποκλεισμού  της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35. ( USDepartmentofDefense, 17/07/2019).  Πιθανόν ο Τραμπ εάν όντως διαβεβαίωνε τον Ερντογάν για μη επιβολή κυρώσεων, να αναφερόταν μάλλον σε αυτές που προκύπτουν βάσει του Νόμου για την Αντιμετώπιση των Αντιπάλων των ΗΠΑ Μέσω Κυρώσεων (CAATSA), που ναι μεν είναι υποχρεωμένος να επιλέξει τι να επιβάλει, αλλά δεν καθορίζονται  τα χρονικά πλαίσια που θα το πράξει. Οπότε  αν το επιθυμεί, μπορεί να καθυστερήσει τις κυρώσεις, προσδοκώντας σε κάποιου είδους συμβιβασμό με την Τουρκία ή και να τις εκφυλίσει, εισερχόμενος όμως σε αντιπαράθεση με παράγοντες από την  πλευρά του Κογκρέσου με το οποίο βρίσκεται ήδη σε σύγκρουση με αφορμή την απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων να τον παραπέμψει σε δίκη ενώπιον της Γερουσίας για κατάχρηση εξουσίας (Reuters, 19/12/2019).

 

Προετοιμασία Έρντογαν για την κρίση

Βέβαια, από  την άλλη, ο Ερντογάν δεν πρέπει να ήταν και τόσο σίγουρος πως με το να έβλεπε τον Τραμπ  στην Ιαπωνία και αργότερα στις ΗΠΑ, θα έλυε το πρόβλημά του και ότι θα επετύγχανε αυτό που ο αγγλικός ιδιωματισμός  λέει «να απολαμβάνει τα καλύτερα και από τους δύο κόσμους», δηλαδή να παραλάβει και  τους ρωσικούς S-400 αλλά και τα αμερικανικά F-35 χωρίς συνέπειες. Διαφορετικά δεν θα έδινε εντολές στον Υπουργό Άμυνας  Χουλουσί  Ακάρ  λίγες μέρες πριν την αναχώρησή του για τη σύνοδο των G20 στην Οσάκα να  ενημερώσει τους ηγέτες της αντιπολίτευσης εφ’ όλης της ύλης για το ζήτημα των S-400 και τις διαφορές με τις ΗΠΑ, προσπαθώντας έτσι να δημιουργήσει ενιαίο  μέτωπο στο εσωτερικό για την αντιμετώπιση  πιθανής όξυνσης της αμερικανοτουρκικής αντιπαράθεσης στο θέμα αυτό (TRT, 24/06/2019). Ούτε και θα είχαν επιδοθεί οι Υπηρεσίες του στη συγκέντρωση εξαρτημάτων και ανταλλακτικών για διάφορα οπλικά συστήματα με προέλευση τις ΗΠΑ, περιλαμβανομένων και των μαχητικών F-16 (Bloomberg, 3/7/2019), προετοιμαζόμενοι  για μια μακράς διάρκειας αμερικανοτουρκική κρίση από τυχόν διεύρυνση των μέτρων με κυρώσεις κατά της Τουρκίας, βάση του CAATSA.

 

ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ

Αυτών λεχθέντων, το ερώτημα που εκκρεμεί στο βάθος είναι: Τι περιθώρια συμβιβασμού και επίλυσης της διαφοράς υπήρξαν μεταξύ των δύο εταίρων, και υπό ποιες προϋποθέσεις θα μπορούσε αυτό ακόμη και σήμερα να επιτευχθεί; Από τουρκικής πλευράς εάν η Άγκυρα προσδοκούσε σε επίλυση της διαφοράς θα έπρεπε στα πλαίσια του διαλόγου με τις ΗΠΑ να είχε κάνει κάποιες υποχωρήσεις, πέραν της πρότασης για σύσταση ομάδας εμπειρογνωμόνων. Θα μπορούσε να είχε προτείνει κάτι πολύ παραπάνω, το οποίο να είχε κάποιες πιθανότητες να ικανοποιεί τις απαιτήσεις της  Ουάσιγκτον. Για παράδειγμα θα μπορούσε άσχετα με την παραλαβή του συστήματος,  να είχε δεσμευτεί τουλάχιστο ότι δεν θα προχωρούσε στην εγκατάστασή του ή την ενεργοποίησή του ή ακόμη να δώσει διαβεβαιώσεις  και εγγυήσεις για την αποθήκευση και φύλαξή τους.  Η πρόταση όμως που σίγουρα θα έλυε το πρόβλημα με τις ΗΠΑ θα ήταν η πλήρης απομάκρυνσή του από το τουρκικό έδαφος. Κάτι τέτοιο όμως θα ήταν εξαιρετικά ταπεινωτικό για τον Ερντογάν για τον οποίο η διαφορά θα μπορούσε να επιλυθεί μόνο με υποχώρηση των Αμερικανών. Διαφορετικά θα ήταν ζημιογόνο για το γόητρο και το κύρος του στο εξωτερικό  και στο εσωτερικό και θα χαρακτηριζόταν υποτελής των ΗΠΑ.  Θα έπληττε την εικόνα του στο εσωτερικό πολύ περισσότερο από ό,τι η τελευταία αποτυχία του να κερδίσει στις επαναληπτικές εκλογές που ο ίδιος προκάλεσε στον Δήμο της Κωνσταντινούπολης και θα έδινε τροφή και όπλα στους πολιτικούς τους αντιπάλους εκτός, αλλά και εντός του κόμματός του  που καιροφυλακτούν για να τον αντιμετωπίσουν.

 

Γι’ αυτό, ακόμη και σήμερα μετά την παραλαβή των ρωσικών συστημάτων από την Τουρκία και τον αποκλεισμό της από τα F-35, αν βρισκόταν μια τέτοια φόρμουλα που θα έβγαζε Άγκυρα και Ουάσιγκτον από το συγκρουσιακό αδιέξοδο,  θα έπρεπε να ικανοποιεί αμφότερες τις πλευρές αλλά και να παρουσιαζόταν με τέτοιο τρόπο που να σώζει το γόητρο και των δύο ηγετών, ιδιαίτερα του Ταγίπ Ερντογάν. Πρόκειται ωστόσο για δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο εγχείρημα, υπό τις συνθήκες που διέρχονται οι σχέσεις τους καθώς και του νέο Οθωμανικού οράματος του Τούρκου Προέδρου. Βέβαια ένα ελάχιστο δείγμα τέτοιας ευκαιρίας υπήρξε για  παράδειγμα όταν, ενώ ο Τούρκος Υφυπουργός Αμυντικών βιομηχανιών, εγκωμιάζοντας τον Ερντογάν δήλωνε ότι οι S-400 βρίσκονται  καθοδόν και θα τους δείτε την ερχόμενη  εβδομάδα στην Τουρκία, μέσα στα χρονικά πλαίσια που έθεσε ο Πρόεδρος της χώρας,  την ίδια ώρα ο Υπουργός Εξωτερικών Τσαβούσογλου υπαινισσόταν για πρώτη φορά με εύσχημο τρόπο ότι δεν είναι ανάγκη τα συστήματα αυτά να είναι σε διαρκή  λειτουργία «για λόγους οικονομίας»,  αλλά μόνο όταν είναι απαραίτητο!(Hurriyet, 4/07/2019). Οι δηλώσεις αυτές , αν αποδόθηκαν σωστά, θα μπορούσαν να εκληφθούν ότι  από τη μια προστατεύουν  το κύρος του Προέδρου και από την άλλη εκπέμπουν  κάποια μηνύματα συμβιβασμού με τις απαιτήσεις των ΗΠΑ. Ενδεχόμενα να αποτελούσαν  τη βάση  και το πνεύμα κάποιας πρότασης  συμβιβασμού για να αποφύγουν οι δύο σύμμαχοι την περαιτέρω σύγκρουση με όλες τις συνέπειες που αυτή θα επεφύλασσε, διαφυλάττοντας ταυτόχρονα σε κάποιο βαθμό και το εγώ τους.

 

Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Και τούτο παρόλο που οι  Αμερικανοί έδωσαν την εντύπωση ότι οπισθοχωρούν ένα βήμα στις απαιτήσεις τους και έπαψαν να μιλούν για ακύρωση της παραγγελίας των S-400, καθώς οι Τούρκοι ήδη άρχισαν να τους παραλαμβάνουν και η Ουάσιγκτον ζήτησε από την Τουρκία τουλάχιστο τη μη ενεργοποίησή τους και ο Ντόναλντ Τραμπ εξουσιοδοτούσε τον στενό φίλο του Γερουσιαστή Λίντσεϊ  Γρέιαμ να διαμεσολαβήσει και να τους πείσει.  Όμως η  Άγκυρα έδειξε ότι παραμένει αμετακίνητη στις θέσεις της. Πιο συγκεκριμένα ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ κάλεσε την Τουρκία να μη θέσει σε λειτουργία τους S-400, καθώς ο Πρόεδρος Τραμπ καθυστερεί εφαρμογή κυρώσεων βάσει της κείμενης Νομοθεσίας (BloombergTV, 25/07/2019), για να πάρει όμως την απάντηση από τον Ερντογάν, ο οποίος μιλώντας σε συγκέντρωση του Κόμματός του,  υπογράμμισε ότι: «Την ερχόμενη άνοιξη, θεού θέλοντος τον Απρίλιο του 2020, θα είμαστε σε θέση να αρχίσουμε να χρησιμοποιούμε αυτό το σύστημα» (TheTimesofIsrael, 27/07/2019). Προφανώς την ίδια στάση κράτησε ο Τούρκος Πρόεδρος σε νέα επαφή που είχε ο Γερουσιαστής Γκρέιαμ μαζί του στη Νέα Υόρκη στα περιθώρια της συνόδου του ΟΗΕ και φαίνεται πως η αποτυχία να τον πείσει ήταν και ο κύριος λόγος που ματαιώθηκε τελικά και συνάντηση Τράμπ – Ερντογάν στην έδρα του διεθνούς Οργανισμού ( ΑΠΕ-ΜΠΕ, 23/09/2019).   

 

Επίσης, πιστεύοντας στην πολυτιμότητα  της χώρας του για τους Αμερικανούς, ότι δηλαδή δεν συμφέρει σε αυτούς να την χάσουν από σύμμαχο,  ο Τούρκος Πρόεδρος συνήθως αντιστρέφει τους εκβιασμούς  προειδοποιώντας τους, έμμεσα πλην σαφώς, με περαιτέρω στροφή προς τη Ρωσία: «Δεν μας δίνετε τα F-35, πολύ καλά, αλλά θα πάρουμε μέτρα σχετικά με το θέμα αυτό και θα στραφούμε προς άλλους» (TheTimesofIsrael, 20/06/2019). Αυτό το μήνυμα φρόντισε να εκπέμψει και με δηλώσεις του τον Αύγουστο του 2019 στην  Έκθεση Οπλικών Συστημάτων στη Ρωσία, «ΜΑΧ-2019», δηλώνοντας ενδιαφέρον για τα μαχητικά αεροσκάφη Su-35, ως εναλλακτική λύση στα F-35 (RiaNOVOSTI, 30/08/2019).

 

Όμως και επί του προκειμένου ο Αμερικανός Υπουργός Άμυνας Μαρκ Έσπερ σε διάσκεψη τύπου στο Πεντάγωνο ήταν σαφής για το αδιαπραγμάτευτο της θέσης των ΗΠΑ. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση υπογράμμισε ότι τόσο δημόσια όσο και με κατ’ ιδίαν συνομιλίες με τον Τούρκο ομόλογό του ξεκαθάρισε  πως δεν μπορεί να έχουν και τους S-400  και τα F-35. Είτε θα έχουν το ένα είτε το άλλο. Οπότε τόνισε η μόνη περίπτωση συμβιβασμού,  για να εξετάσουν οι ΗΠΑ το ενδεχόμενο επανένωσης της Τουρκίας με το πρόγραμμα των F-35, είναι εάν το ρωσικό σύστημα απομακρυνθεί εντελώς από το τουρκικό έδαφος. (U.S. Department of Defense, Press Briefing, Transcript, 28/08/2019).

 

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ - ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΑ

Με όλα αυτά τα δεδομένα ήταν αναμενόμενο  ότι καθώς η Τουρκία θα άρχιζε στις  12 Ιουλίου να παραλαμβάνει τμήματα του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος,   (Reuters, 12/07/2019),  οι ΗΠΑ θα υλοποιούσαν τουλάχιστο τις προειδοποιήσεις τους για τα F-35. Και παρόλο που η Τουρκία δεν έχει ακόμη αντιδράσει με κάποια αντίμετρα  και οι ΗΠΑ δεν έχουν προχωρήσει με την επιβολή κυρώσεων βάση του CAATSA,  οι δύο πλευρές βρίσκονται και σε ένα νέο στρατηγικό περιβάλλον και έχουν εισέλθει σε μια τροχιά σχέσεων που δεν είναι σίγουρο μακροπρόθεσμα πού θα μπορούσε να οδηγήσουν οι μεταξύ τους διαφωνίες.  

 

Είναι αδιαμφισβήτητο βέβαια ότι η λήψη μέτρων από τις ΗΠΑ και η επιβολή κυρώσεων όπως προειδοποιεί ο Υπουργός Εξωτερικών Μάικλ Πομπέομ ότι θα εξαναγκαστεί η κυβέρνηση Τραμπ να επιβάλει στην Άγκυρα αν βάλει σε λειτουργία τους S-400 (To Βήμα, 26/07/2019),  θα έχουν επιπτώσεις πολιτικές, οικονομικές,  στρατιωτικές και γεωπολιτικές. Το εύρος των επιπτώσεων αυτών θα είναι ανάλογο με την έκταση και τη μορφή που θα πάρουν αυτά τα μέτρα, εάν τελικά εφαρμοστούν και θα είναι πολύ πιο μεγάλες και απρόβλεπτες εάν δεν υπάρξει συμβιβασμός. Επιπτώσεις θα υπάρξουν ασφαλώς και για τους Αμερικανούς και το ΝΑΤΟ από ενδεχόμενες αντιδράσεις και αντίμετρα του  Προέδρου Ερντογάν.

 

Δεδομένου όμως ότι οι σχέσεις των δύο πλευρών, όπως έχουν διαμορφωθεί στη σύγχρονη εποχή δεν κινούνται πλέον μέσα στα γνωστά και κάπως σταθερά πλαίσια της ψυχροπολεμικής ή και της άμεσης μεταψυχροπολεμικής περιόδου, αλλά σε ένα νέο γεωστρατηγικό περιβάλλον και σε εν πολλοίς αχαρτογράφητα ύδατα,  αυτό αποτελεί περιοριστικόν παράγοντα στην ακριβή και αξιόπιστη εκτίμηση των πολύπλευρων πτυχών των εξελίξεων επί του θέματος που θα προκύψουν.  Με αυτό το περιοριστικό στοιχείο κατά νουν και λαμβανομένου επίσης υπόψη του γεγονότος ότι οι αντιλήψεις και εκτιμήσεις περί εθνικού συμφέροντος, κόστους και οφέλους διαφέρουν από κράτος σε κράτος και από πολιτικό σε πολιτικό, θα μπορούσε κανείς με κάποια επιφύλαξη να σκιαγραφήσει και αναλύσει πιθανές  επιπτώσεις και επιδράσεις που εμπεριέχει η κατάσταση αυτή. Δηλαδή, το ερώτημα που αιωρείται και που επιχειρείται  να απαντηθεί πιο κάτω είναι το εξής: Τι θα συμβεί αν πέραν του αποκλεισμού της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35, που έχει πλέον και δια Νόμου σφραγιστεί με την υπογραφή Τραμπ στις 18 Δεκεμβρίου 2019 ως μέρος του Προϋπολογισμού του Πενταγώνου (ΑΠΕ- ΜΠΕ, 18.12/2019}, κλιμακωθεί η αμερικανοτουρκική σύγκρουση με την επιβολή κυρώσεων από τις ΗΠΑ βάσει του CAATSA και τη λήψη τουρκικών αντιμέτρων;  

 

Προσωρινά κέρδη Ερντογάν

Καταρχήν όσον αφορά τον Ερντογάν, δείχνοντας  ότι αψηφά  τους Αμερικάνους και δεδομένου του αντιαμερικανισμού που επικρατεί στο εσωτερικό της χώρας,  βραχυπρόθεσμα τουλάχιστο ο Τούρκος Πρόεδρος θα έχει πολιτικά οφέλη. Και όχι μόνο πιθανόν να διαλυθούν περαιτέρω και για κάποιο χρονικό διάστημα οι εντυπώσεις  από την εκλογική ήττα που έχει υποστεί στις δημοτικές εκλογές  στην Κωνσταντινούπολη, αλλά - τουλάχιστο ανάμεσα στους οπαδούς του και τους εθνικιστές -  θα ενισχυθεί το γόητρό του και θα ενδυναμωθεί η εικόνα του ως θεματοφύλακας  των συμφερόντων και της κυριαρχίας της χώρας. Πιθανόν να επιβεβαιωθεί η εντύπωση  που θέλει να δώσει ο Ερντογάν ότι  η Τουρκία είναι μεγάλη δύναμη που ενεργεί αυτόβουλα. Ότι ακολουθεί δική της ανεξάρτητη εθνική πολιτική, δεν είναι πιόνι στα στρατηγικά συμφέροντα οποιουδήποτε τρίτου και δεν ποδηγετείται από κανένα καθώς είναι προσηλωμένη στον στόχο αναβίωσης του μεγαλείου του Οθωμανικού της παρελθόντος. Ίσως ακόμη  να τον συνέφερε να συντηρεί αυτή την εικόνα όπως και το εθνικιστικό αίσθημα, αποπροσανατολίζοντας την κοινή  γνώμη από τα εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα που υπάρχουν ή που θα προκύψουν,  πιστεύοντας ότι εδραιώνει τη θέση του στην Προεδρία και αυξάνει  τις πιθανότητες διαιώνισης του ελέγχου επί της εξουσίας.

 

Συνέπειες από ακύρωση των F-35

Όσον αφορά στο μέτρο που αρχικά ανακοίνωσε η αμερικανική  κυβέρνηση με την άφιξη των S-400, ήτοι του τερματισμού της εκπαίδευσης Τούρκων πιλότων στα F-35,  τη μη παράδοση των 100 μαχητικών αυτού του τύπου που παρήγγειλε η Τουρκία, όπως και η  δια Νόμου πια αποπομπή της από το πρόγραμμα συμπαραγωγής  των εν λόγω αεροσκαφών, στο οποίο συμμετέχει κατά 5% περίπου,  θα υπάρξουν οι  εξής επιδράσεις: Θα επηρεαστεί άμεσα ο τουρκικός προγραμματισμός  για εκσυγχρονισμό και αναβάθμιση των αεροπορικών ικανοτήτων της Τουρκίας, περιορίζοντάς της  τη δυνατότητα προώθησης  της επιδιωκόμενης υπεροχής στον αέρα. Ο τερματισμός  της συμμετοχής τουρκικών εταιρειών στην παραγωγή τμημάτων του αεροσκάφους F-35, όπως και  άλλων συναφών βιομηχανιών που εμπλέκονται στη διεργασία αυτή, θα έχει οικονομικές συνέπειες στη χώρα όπως και στη στέρηση εργασίας χιλιάδων εργαζομένων.  Γύρω στα $9 δις θα είναι, σύμφωνα με την  Υφυπουργό Άμυνας των ΗΠΑ Έλεν Χορν ( κατά τη διάρκεια της προαναφερθείσας συνάντνσης με τα ΜΜΕ), οι οικονομικές  συνέπειες για την Τουρκία από την απομάκρυνσή της από το πρόγραμμα των F-35.

 

Από τα μέτρα αυτά οι ΗΠΑ, όπως υπέδειξε η Αμερικανίδα Υφυπουργός κατά την ανακοίνωση του αποκλεισμού της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35, θα υποστούν κόστος γύρω στα $500 εκ. Έχουν δε ετοιμάσει  σε συνεννόηση με τις άλλες εμπλεκόμενες χώρες στο πρόγραμμα αυτό, εναλλακτικά σχέδια  ανάληψης από άλλους της παραγωγής των τμημάτων του αεροσκάφους που διαφορετικά θα κατασκευάζονταν από την τουρκική πολεμική βιομηχανία.

 

Κυρώσεις: Ανησυχίες και ερωτηματικά

Την ίδια ώρα είναι σαφές,  τόσο από τη στάση του Προέδρου  Τραμπ απέναντι στο Ερντογάν στη σύνοδο των G 20 στην Οσάκα, όσο και από τις δηλώσεις των δύο Αμερικάνων Υφυπουργών που ανακοίνωναν την αναστολή της συμμετοχής της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35, όπως και εκείνες του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ,  ότι οι νατοϊκοί εταίροι της συνεχίζουν να αποδίδουν μεγάλη σημασία στη στρατηγική σχέση τους με τη χώρα αυτή και δεν θα ήθελαν  να τη χάσουν από σύμμαχο. Αυτό είναι ένα στοιχείο που το εκμεταλλεύεται προς όφελός της η Τουρκία στην άσκηση της «πολυδιάστατης»,  όπως τη χαρακτηρίζει,  πολιτική απέναντί τους γιατί  πιστεύει ότι οι  Αμερικανοί δεν θα ήθελαν να την  απομακρύνουν από το δυτικό στρατόπεδο.

 

Ασφαλώς μια τέτοια τουρκική ενέργεια ανεξαρτητοποίησης της Τουρκίας και κυρίως αλλαγής στρατοπέδου - πράγμα πολύ απίθανο - θα αποτελούσε σημαντικό κέρδος για τη Ρωσία στον ευρύτερο γεωπολιτικό και στρατιωτικό ανταγωνισμό της με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ και μεγάλη απώλεια για τους Αμερικανούς και τους Νατοϊκούς  Συμμάχους. Οι τελευταίοι φοβούνται ότι θα στερούνταν τη συμμαχική συνεργασία της Τουρκίας, η οποία διαθέτει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ μετά τις ΗΠΑ και σημαντική γεωγραφική θέση, στρατηγικής σημασίας, καθώς και τη συνεισφορά της στην από κοινού καταπολέμηση της τρομοκρατίας, ιδιαίτερα στον χώρο της Μέσης Ανατολής. Ακόμη και ο Πρόεδρος του Μικτού Γενικού Επιτελείου των Αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγός Τζο Ντάνφορντ, μιλώντας επί του θέματος στην κοινή δημοσιογραφική διάσκεψη με τον Υπουργό Άμυνας στο Πεντάγωνο τον Αύγουστο του 2019 ομολόγησε ότι στις συναντήσεις με τους Τούρκους συναδέλφους του, τους τονίζει ότι «υπάρχουν περισσότερες συγκλίσεις των αμερικανικών και τουρκικών συμφερόντων από ό,τι με οποιοδήποτε άλλο συνομιλητή τους, εννοώντας βέβαια τη Ρωσία ( USDepartmentofDefense, PressConference, Script, 28/08/2019).

 

Συνεπώς οι δυτικοί εταίροι της Τουρκίας δεν θα ήθελαν αποξενώνοντάς την από σύμμαχο τους, να τη ρίξουν στην αγκαλιά του Ρώσου Προέδρου Βλαντίμιρ  Πούτιν ή να αυξηθεί περαιτέρω η ρωσική επιρροή στη χώρα αυτή, αφού και η  Άγκυρα δηλώνει ότι παρά τις σχέσεις που αναπτύσσει με τη Μόσχα, δεν σημαίνει ότι εγκαταλείπει το  ΝΑΤΟ ή προτίθεται να ενταχθεί στο αντίπαλο ρωσικό στρατόπεδο.  Αυτός ίσως να είναι και  ο σημαντικότερος λόγος που ο Αμερικανός Πρόεδρος  προσπαθεί να διατηρήσει τις στρατηγικές  σχέσεις με την Τουρκία, δηλώνοντας κάπως απολογητικά περίπου ότι δυστυχώς είναι υποχρεωμένες οι ΗΠΑ να πάρουν μέτρα όσον αφορά το  F-35, τονίζοντας  ταυτόχρονα ότι  συνεχίζουν ακόμη να εκτιμούν τον  στρατηγικό συνεταιρισμό με την Τουρκία. Υπογραμμίζει επίσης ότι το μέτρο αυτό δεν επηρεάζει άλλες πτυχές συνεργασίας τους στον στρατιωτικό τομέα ή τα μεταξύ τους κοινά γυμνάσια και την αντιμετώπιση κοινών απειλών στην περιοχή – εννοώντας κυρίως την τρομοκρατία.

 

 

 

Ο Γ.Γ του ΝΑΤΟ

Με το ίδιο σκεπτικό προσεγγίζει το θέμα και ο Γενικός Γραμματέας της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας Γενς Στόλτενμπεργκ. Ο επικεφαλής του Οργανισμού, με αφορμή τη συζήτηση για τα αμερικανικά μέτρα, δήλωνε πως «η συμβολή της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ είναι βαθύτερη και ευρύτερη από το θέμα των F-35 και ότι χωρίς αυτή, η ήττα του Ισλαμικού Κράτους από τον διεθνή συνασπισμό δεν θα μπορούσε να ήταν δυνατή». Εξήρε μάλιστα τη συμβολή της χώρας αυτής σε διεθνείς αποστολές όπως στο Αφγανιστάν και στο Κόσσοβο,  καθώς και στην αντιπυραυλική άμυνα της Συμμαχίας  με τις εγκαταστάσεις  στο έδαφός της ( Hurriyet, 18/07/2019).

 

Αυτό όμως που ο Στόλτενμπεργκ δεν υπέμνησε είναι τα οφέλη που έχει από τη Συμμαχία η Τουρκία. Γνωρίζει ο  Γ.Γ. του ΝΑΤΟ ότι  επωφελείται άμεσα και η ίδια η Τουρκία από την αντιπυραυλική άμυνα όπως και από την παρουσία συμμαχικών «Patriots» στο έδαφός της για δική της προστασία,  καθώς και από τα ιπτάμενα ραντάρ παρακολούθησης και τα περιπολικά σκάφη των συμμάχων. Επωφελείται  και το γνωρίζει πολύ καλά αυτό η Τουρκία,  από το περιβόητο άρθρο V του Βορειοατλαντικού Συμφώνου το οποίο επικαλέστηκαν  οι Νατοϊκοί Σύμμαχοί της μετά από δική της έκκληση το 2015 για να την προστατεύσουν από την οργή που προκάλεσε στη Ρωσία η κατάρριψη ρωσικού αεροσκάφους με τη  δικαιολογία ότι παραβίασε τον τουρκικό εθνικό εναέριο χώρο και ο Πούτιν ανακοίνωνε κυρώσεις εναντίον της (TheGuardian, 28/11/2015)

 

Το δίλημμα Τραμπ και οι επιπτώσεις από την εφαρμογή της CAATSA

Βέβαια με βάση τα ανωτέρω,  το δίλημμα που πρέπει να αντιμετωπίζει ο Πρόεδρος Τραμπ - δεδομένης και της διστακτικότητας  που έχει επιδείξει επί του προκειμένου - και προφανώς το υπόλοιπο φάσμα της Αμερικανικής Διοίκησης,  είναι: Πέραν των μέτρων που ανακοίνωσαν για τα F-35,  τι θα κάνουν και πώς θα χειριστούν το θέμα πρόσθετων  κυρώσεων βάσει του CAATSA εφόσον δεν υπάρχει ικανοποιητικός συμβιβασμός για τους S-400;  Ως γνωστό ο Νόμος αυτός που θεσπίστηκε το 2017, απαιτεί από τον Πρόεδρο να επιβάλει κυρώσεις ενάντια σε οποιοδήποτε άτομο ή κυβέρνηση που ασχολείται ή εμπλέκεται σε  σημαντικές συναλλαγές με τομείς της άμυνας και των πληροφοριών της κυβέρνησης της Ρωσίας. Αναμφίβολα η συμφωνία της Άγκυρας των $2.5 δις για τους S-400 είναι σημαντική τόσο με στρατιωτικούς όσο και πολιτικούς όρους και Αμερικανοί μέλη του Κογκρέσου από το Δημοκρατικό αλλά και το Ρεπουμπλικανικό κόμμα, ασφαλώς και θα πίεζαν και θα πιέζουν τον Πρόεδρο Τραμπ να επιβάλει τις απαιτούμενες κυρώσεις επί της Τουρκίας,  έστω και αν ο ίδιος θα αμφιταλαντευόταν (Reuters, 19/07/2019).

 

Οι κυρώσεις που οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να επιβάλουν στην Τουρκία βάσει του CAATSA  αποτελούνται από δώδεκα σημεία από τα οποία δύναται να επιλέξει πέντε και αυτά καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων με πολιτικό, στρατιωτικό και οικονομικό αντίκρισμα. Συνεπώς ανάλογα με τις κυρώσεις που θα επιλέξουν να εφαρμόσουν οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να επηρεαστούν ακόμη και εξοπλιστικά προγράμματα και υφιστάμενες παραγγελίες στρατιωτικού υλικού από τις ΗΠΑ, που βρίσκονται στη διαδικασία παραγωγής ή εκτέλεσής των όπως ελικόπτερα, ημιαυτόματα όπλα, πύραυλοι  ATAK και άλλα.  Όμως, από την άλλη, ενδεχόμενα και να επιβραδυνθεί η εφαρμογή τους από τον Αμερικανό Πρόεδρο ή και να παγοποιηθούν οι ενέργειές του προς αυτή την κατεύθυνση ώστε να αποφευχθεί περαιτέρω διατάραξη των αμερικανοτουρκικών σχέσεων.  

 

Σε αντίθετη περίπτωση, η επιβολή κυρώσεων και η περαιτέρω κλιμάκωση της σύγκρουσης ίσως να συμπεριελάμβανε ακόμη και την απαγόρευση στην προμήθεια ανταλλακτικών προς την Τουρκία, προκαλώντας λειτουργικά προβλήματα στις Τουρκικές  Ένοπλες Δυνάμεις.  Το μέτρο αυτό θα τους δημιουργούσε σοβαρές δυσλειτουργίες,  αφού όσο και αν προσπάθησαν να απεξαρτηθούν  από ξένους προμηθευτές ή προέβησαν σε αποθήκευση ανταλλακτικών για να αντιμετωπίσουν το ενδεχόμενο αυτό, εντούτοις  κατ’ ένα πολύ μεγάλο μέρος  ο οπλισμός τους,  περίπου 45%,  είναι καθαρά αμερικάνικος και σε αυτό περιλαμβάνονται και τα F-16 κα τα Phantoms

 

Τουρκική οικονομία

Οι ανωτέρω κυρώσεις ναι μεν έχουν και την οικονομική τους διάσταση αλλά περιορίζονται στον αμυντικό τομέα. Οι Αμερικανοί όμως έχουν τη δυνατότητα να πλήξουν άμεσα και την ευρύτερη τουρκική οικονομία, μέσω δασμών και άλλων  περιορισμών, όπως διαφάνηκε εξάλλου με τις κυρώσεις με αφορμή την υπόθεση του πάστορα Μπράνσον τον Μάιο του 2018. Είναι ενδεικτικό ότι με τη  δημοσίευση των πληροφοριών για έναρξη της παραλαβής των συστημάτων S-400 και του ενδεχομένου επιβολής κυρώσεων, η τουρκική λίρα σημείωσε σχετική πτώση και η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας υποβαθμίστηκε από τον οίκο αξιολόγησης Fitch (TheTelegraph 12/07/2019). Επίσης ο έλεγχος  που ασκούν οι ΗΠΑ σε διεθνείς χρηματοδοτικούς και τραπεζικούς οργανισμούς, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Διεθνής Τράπεζα, είναι μοχλοί που αν χρειαστεί μπορεί να τους  χρησιμοποιήσουν.  Όμως  γενικά θα ήταν  αρκετά συγκρατημένοι και μάλλον θα ήθελαν - όσο είναι δυνατό - να αποφύγουν  τέτοιες επιλογές που θα κλόνιζαν το οικονομικό οικοδόμημα  της χώρας και να επηρέαζαν άμεσα και δραστικά το βιοτικό επίπεδο των Τούρκων πολιτών, με ανυπολόγιστες  κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις.

 

Τουρκικά αντίμετρα - αμερικανικές αντιδράσεις

Η Τουρκία είναι φυσιολογικό, και έχει προειδοποιήσει για αυτό, ότι θα αντιδρούσε σε περίπτωση τιμωρητικών ενεργειών των Αμερικανών σε βάρος της. Όπως ανέφερε ο Ερντογάν η Άγκυρα θα ζητούσε οικονομικές αποζημιώσεις για τη μη παράδοση των F-35 από μέρους  των ΗΠΑ. Όμως το κρισιμότερο ερώτημα είναι τι επιπτώσεις θα έχει αυτή η σύγκρουση στις διμερείς στρατηγικές και στρατιωτικές συνεργασίες Τουρκίας - ΗΠΑ και πάνω στο ίδιο το ΝΑΤΟ, καθώς και στις ρωσοτουρκικές σχέσεις και στα γεωπολιτικά δρώμενα και ισορροπίες στην περιοχή.

 

Είναι σίγουρο ότι και η Άγκυρα θα μπορούσε να απαντήσει και αυτή με αντίμετρα στους Αμερικάνους ανάλογα με το εύρος των μέτρων και των σε βάρος της κυρώσεων. Στο στρατηγικό και στρατιωτικό τομέα θα μπορούσαν οι Τούρκοι, όπως και στο παρελθόν, να αντιδράσουν με το κλείσιμο εγκαταστάσεων των ΗΠΑ στην Τουρκία ή με την απαγόρευση ή την επιβολή αυστηρών περιορισμών στη χρήση της αεροπορικής βάσης του Ιντζιρλίκ από τους Αμερικανούς ή ακόμη αν χρειαστεί να κάμουν το ίδιο και για τις νατοϊκές εγκαταστάσεις  ραντάρ στο Κιούρετσικ, όπως απείλησε ο Πρόεδρος Ερντογάν ( ΑΠΕ-ΜΠΕ, 15/12/2019). Επίσης να  παύσουν να συμμετέχουν  σε διμερείς στρατιωτικές ασκήσεις με τις ΗΠΑ αλλά και να εφαρμόσουν  περιορισμούς ή απαγορεύσεις που έχουν σχέση με τη χρησιμοποίηση του τουρκικού γεωγραφικού χώρου για λογισμική ή άλλης μορφής υποστήριξη ή διευκολύνσεις προς τους Αμερικάνους  ή και για συλλογή πληροφοριών.

 

Από την άλλη βέβαια - παρόλο που είναι πολύ σημαντική η στέρηση του  μεγάλης σημασίας στρατηγικού χώρου της Τουρκία - οι ΗΠΑ βλέποντας από καιρό τη λεγόμενη «εχθρόφιλη»  συμπεριφορά της απέναντί τους  είχαν  προβεί σε εναλλακτικές διευθετήσεις με άλλες  χώρες της περιοχής, όπως η Ιορδανία και σε αυτή την προσπάθεια εντάσσουν μεταξύ άλλων και την Ελλάδα και την Κύπρο. Η ενθάρρυνση της συνεργασίας Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ και η θετική στάση των ΗΠΑ στο θέμα του σεβασμού του δικαιώματος της Κυπριακής Δημοκρατίας για εκμετάλλευση της Αποκλειστικής Οικονομικής της Ζώνης, όπως και η υποστήριξης τους στον αγωγό EastMed που  φιλοδοξεί να μεταφέρει μέσω των χωρών αυτών φυσικό αέριο από την Ανατολική Μεσόγειο στην Ευρώπη, καθώς και η αποδοκιμασία που εκφράζουν σε τουρκικές παραβιάσεις, είναι ενδεικτικές και των μεταβαλλόμενων θέσεων και δεδομένων στο στρατηγικό τοπίο.

 

Βέβαια, οι Αμερικανοί για λόγους που έχουν αναπτυχθεί προηγουμένως δεν θα ήθελαν να διακόψουν τη συνεργασία ή τις σχέσεις  με την Τουρκία, δεδομένου ότι τους είναι ακόμη χρήσιμη. Από την άλλη όμως, με τη στάση της, τις φιλοδοξίες και τους νέους προσανατολισμούς της τουρκικής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής στην περιοχή  και τα ανοίγματά της προς τη Μόσχα - που συγκρούονται με τα συμφέροντα των ΗΠΑ - το γενικότερο αμερικανικό κατεστημένο δεν την θεωρεί και πολύ αξιόπιστο εταίρο.  

 

Παραμένει μόνο ο Πρόεδρος Τραμπ  να συνηγορεί τουλάχιστο δημόσια υπέρ του Ερντογάν.  Όμως η απροθυμία ή και η άρνηση που επιδεικνύει στο να επιβάλει τελικά κυρώσεις βάσει του CAATSA  υπονομεύει την ίδια την πολική των ΗΠΑ και την αξιοπιστία της όσον αφορά την εφαρμογή της Νομοθεσίας αυτής, αφού εκπέμπει το μήνυμα ότι τηρεί δύο μέτρα και δύο σταθμά. Δηλαδή δημιουργεί την πεποίθηση ότι ισχύουν άλλα για την Τουρκία και άλλα για τις υπόλοιπες χώρες που συναλλάσσονται σε παρόμοιους  τομείς με τη Ρωσίας. Πώς λοιπόν θα δικαιολογούσε  μια διαφορετική στάση  απέναντι σε άλλη χώρα της Νατοϊκής Συμμαχίας η οποία θα αποφάσιζε επίσης την αγορά ρωσικού εξοπλισμού, κρίνοντας ότι είναι ο καταλληλότερος για να καλύψει ανάγκες της ασφάλειάς της; Πού οδηγείται με τέτοιες συμπεριφορές η περιβόητη συνοχή,  διαλειτουργικότητα  και αποτελεσματικότητα στο ΝΑΤΟ την οποία επικαλούνταν οι Αμερικανοί για να πείσουν την Τουρκία να ακυρώσει την παραγγελία των S-400 ή τώρα που τους παρέλαβε, να τους απομακρύνει από το τουρκικό έδαφος;

 

 

 

ΝΑΤΟ και Τουρκία

Ένα άλλο ερώτημα που τίθεται είναι και το εξής: Πώς θα επηρεαστεί το ΝΑΤΟ ή και η ίδια η συμμετοχή της Τουρκίας στη συμμαχία αυτή από την αντιπαράθεσή της με τις ΗΠΑ, την ηγέτιδα νατοϊκή δύναμη,  ιδιαίτερα αν η Αμερικανική Διοίκηση προχωρήσει τελικά και πέραν του αποκλεισμού της από τα F-35, με επιβολή κυρώσεων βάσει τουCAATSA; Η Βορειοατλαντική Συμμαχία, όλο αυτό το διάστημα από την παραγγελία των S-400 από την Τουρκία, εκτός από κάποια διπλωματική δήλωση του Γενικού Γραμματέα Γεν Στόλτενμπεργκ ότι αυτό το ζήτημα είναι απόφαση των εθνικών κυβερνήσεων των μελών του ΝΑΤΟ (AnadoluAgency, 27/04/2018), καθώς  και έκφραση ανησυχίας για επιβολή κυρώσεων ( ΑΠΕ - ΜΠΕ, 6/05/2019), κράτησε σχετικά χαμηλούς τόνους. Ακόμη και με την έναρξη  της παραλαβής των ρωσικών συστημάτων, αξιωματούχος του Οργανισμού - όχι επίσημα το  ΝΑΤΟ -  διατηρώντας  ανωνυμία, απλώς επανέλαβε ότι «ανησυχούμε για τις επιπτώσεις της απόφασης της Τουρκίας να αποκτήσει τα συστήματα S-400» (AFP, 12/07/2019).

 

Ο Οργανισμός, που ελέγχεται σχεδόν εξολοκλήρου από τις ΗΠΑ, φαίνεται να  προσπαθεί να μην ανατινάξει τις γέφυρες με την Τουρκία αφού και η ίδια δηλώνει ότι δεν επιθυμεί να αποχωρήσει από τη Συμμαχία, ώστε να διατηρήσει μια λειτουργική σχέση μαζί της. Ωστόσο όπως και να έχουν τα πράγματα, όποια και να είναι η αντίδραση της Ουάσιγκτον πέραν των απαγορεύσεων για τα F-35 στην Τουρκία, όχι μόνο οι ΗΠΑ αλλά και οι άλλες νατοϊκές χώρες θα βλέπουν με διαφορετικό πλέον φακό την τουρκική συμμετοχή, η οποία ναι μεν θέλει να είναι μέλος του ΝΑΤΟ, απολαμβάνοντας τα συλλογικά οφέλη και την προστασία της Συμμαχίας,  αλλά και να συνεργάζεται και να αναπτύσσει σημαντικές στρατιωτικές και στρατηγικές σχέσεις με το αντίπαλο στρατόπεδο σε σημείο που να μιλά για συμπαραγωγή των S-500 με τη Ρωσική Ομοσπονδία.  

 

Η αγορά των S-400 σίγουρα δεν θα περάσει απαρατήρητη από τα υπόλοιπα μέλη του Οργανισμού. Μόλις πριν ενάμισι χρόνο περίπου σε κοινή διακήρυξή τους στη διάσκεψη των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες διακήρυτταν τη σημασία της ενίσχυσης  της αποτελεσματικότητας της Συμμαχίας μέσω της προώθηση της συμβατότητας και διαλειτουργικότητας των οπλικών συστημάτων των συμμάχων. (ΝΑΤΟ, 11/07/2018). Βέβαια αυτή η αρχή υπήρξε πάγια θέση των νατοϊκών εταίρων από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Επαναλαμβάνοντάς την όμως με την ανωτέρω διακήρυξή τους, ασφαλώς είχαν στο μυαλό τους και τις ενέργειες της Τουρκίας να αγοράσει τους S-400 από τη Ρωσία, όπως και προηγουμένως το σύστημα HQ-9 από την Κίνα.

 

Η διατάραξη των αμερικανοτουρκικών σχέσεων με αφορμή την «ανυπακοή»  της Άγκυρας στις προειδοποιήσεις της Ουάσιγκτον και η απόκλιση από τις αρχές του ΝΑΤΟ, προοδευτικά ενδέχεται να δημιουργήσουν περαιτέρω προβλήματα δυσλειτουργίας  και αδυναμίες στη Συμμαχία, που θα είναι ιδιαίτερα αισθητές δεδομένου του ρόλου και του εκτοπίσματος της  Τουρκίας. Και παρά το γεγονός ότι σε τυχόν αμερικανικά μέτρα εναντίον της,  η Άγκυρα πιθανόν να μην πάρει εκτεταμένα αντίμετρα σε νατοϊκές εγκαταστάσεις στο έδαφός της αλλά κυρίως σε αμερικανικές βάσεις και προγράμματα, θέλοντας να δείξει ότι παραμένει προσηλωμένη στους σκοπούς της Συμμαχίας, η υπόσταση και  ο ρόλος της  στο ΝΑΤΟ δεν θα έχουν το ίδιο κύρος όπως προηγουμένως. Βασικά θα αποδυναμωθεί παραπάνω η εικόνα της εντός του ΝΑΤΟ ως αξιόπιστου  εταίρου,  γεγονός που θα δημιουργήσει προκαταλήψεις  και για τη συμμετοχή της στους ευρύτερους πολιτικούς και στρατιωτικούς σχεδιασμούς του Οργανισμού, όπως και στην ανεπιφύλακτη κοινοποίηση αυστηρά απόρρητων πληροφοριών σχετικά με τη Ρωσία.

 

 

Τουρκία και οι σχέσεις με Ρωσία

Υπό τέτοιες προβληματικές συνθήκες συμμετοχής της στο ΝΑΤΟ, αναπόφευκτα θα αυξηθεί και η αβεβαιότητα της ίδιας της Τουρκίας όσον αφορά την προστατευτική ομπρέλα που πιστεύεται ότι παρέχουν στους συμμάχους τους οι ΗΠΑ μέσω των διμερών τους σχέσεων ή μέσω της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Θα ενισχυθεί  μάλλον η ανασφάλεια  της Άγκυρας έναντι των πολλών κινδύνων που αντιμετωπίζει στην περιοχή αλλά και στον γεωπολιτικό ανταγωνισμό με τη Ρωσία και το Ιράν,  που ναι μεν επί του παρόντος έχει παραμερισθεί ή υπολειτουργεί,  αλλά δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι για τους Τούρκους ιστορικά και γεωγραφικά, σημαντική πρόκληση προέρχεται από εκεί.

 

Η Τουρκία και η Ρωσία έχουν πάγιες διαφορές και ζητήματα που τις  χωρίζουν. Ιδιαίτερα από την πλευρά της Άγκυρα υπάρχουν καχυποψίες και ανησυχίες όσον αφορά τον έλεγχο των Τουρκικών Στενών, την αυξημένη ισχύ του ρωσικού στόλου στη Μαύρη Θάλασσα και τις  προθέσεις διεξόδου και ενίσχυσης  της παρουσίας του στη Μεσόγειο Θάλασσα,  καθώς και την ανάμιξη της Ρωσίας  στην Ουκρανία, την από μέρους της προσάρτηση της Κριμαία και το θέμα  των Κοζάκων. Οι τουρκικές ανησυχίες αφορούν επίσης τις προσπάθειες της Ρωσίας να ελέγξει για λόγους δικής της ασφάλειας τον περίγυρό της, τις  προκεχωρημένες θέσεις της στην Καυκασία και η ανάμειξή της  στην Γεωργία όπως και η συμβολή της στην  ανεξαρτητοποίηση της Οσσετίας και  Αμπχαζίας , καθώς και στη στρατιωτική υποστήριξή της προς την Αρμενία στη σύγκρουση του Ναγκόρνο Καραμπάχ.  Σημεία τριβής μεταξύ τους είναι επίσης η ανάμιξη και στήριξη από την Άγκυρα των τουρκόφωνων πρώην σοβιετικών δημοκρατιών και μειονοτήτων στη Ρωσική Ομοσπονδία και ασφαλώς  η από μέρους της Τουρκίας και της Ρωσίας υποστήριξη αντίπαλων στρατοπέδων στην  κρίση στη Συρία, με την πρώτη να επιδιώκει την ανατροπή του καθεστώτος του Μπασάρ αλ Ασάντ  και τη δεύτερη να το στηρίζει.

Τουρκία και Ρωσία επίσης είναι ανταγωνιστές στον χώρο των Βαλκανίων αλλά και στη Λιβύη όπου είναι ταγμένες σε αντίπαλα στρατόπεδα που μάχονται για την επικράτηση της κυριαρχίας τους στη χώρα. Η διακηρυγμένη απόφαση της Άγκυρα για ενεργότερη στρατιωτική εμπλοκή στο πλευρό του κυβερνητικού σχήματος στην Τρίπολη του οποίου διακυβεύεται η ύπαρξη  από τις επιθέσεις των δυνάμεων του στρατηγού Χαφτάρ,  με τον οποίο φαίνεται να έχουν συστρατευθεί άλλοι ενδιαφερόμενοι δρώντες όπως και η Μόσχα ανεπισήμως μέσω μισθοφόρων, δημιουργεί συνθήκες μεγαλύτερου αιματοκυλίσματος στη Λιβύη και όξυνσης των σχέσεων  στην περιοχή. Δημιουργεί επίσης αυξημένο κίνδυνο αντιπαράθεσης – μάλλον έμμεσης - με τη Ρωσία αν ο Ερντογάν δεν πείσει το Πούτιν να αλλάξει στο θέμα αυτό πολιτική.   

 

Συνεπώς η Τουρκία μπορεί να βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ στη Συρία, όσον αφορά τη στάση τους απέναντι στις κουρδικές Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG) που η Άγκυρα θεωρεί προέκταση του παράνομου κατά τους Τούρκους Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν. Επίσης μπορεί η Τουρκία πικραμένη από την αμερικανική στάση απέναντι της σε διάφορα ζητήματα στο παρελθόν και με αφορμή το θέμα των S-400 αλλά και τη φιλοδοξία της να προβάλει ως μεγάλη δύναμη, να θέλει πλέον να ακολουθεί τη δική της ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, παραμερίζοντας κατά κάποιο τρόπο τη στρατηγική της σχέση με τις ΗΠΑ.  Όμως με λαβωμένες τις σχέσεις της με την Ουάσιγκτον ή αμφισβητούμενη τη συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ, θα κινδυνεύει να βρεθεί χωρίς στηρίγματα, εκτεθειμένη απέναντι σε πιθανές ανταγωνιστικές στοχεύσεις της  Ρωσικής Ομοσπονδίας, από την οποία εξαρτάται αρκετά στον τομέα της ενέργειας.

 

Η εξάρτηση αυτή θα μπορούσε να γίνει μεγαλύτερη εάν προχωρήσει σε περαιτέρω εμβάθυνση της στρατιωτικής τους συνεργασίας και σε κοινοπραξίες παραγωγής αμυντικού υλικού. Υπό αυτές τις συνθήκες αναπόφευκτα θα βρίσκεται η ίδια υπό μεγάλη πίεση να μην υποχρεωθεί να προβεί  σε εθνικούς συμβιβασμούς απέναντι στη Ρωσία σε μια σειρά ζητημάτων που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Απόδειξη της τάσης αυτής είναι ότι αφότου αναζωογονήθηκαν και ενισχύθηκαν οι σχέσεις τους, μετά το τραγικό περιστατικό της κατάρριψης ρωσικού αεροσκάφους το 2015 από τους Τούρκους, οι υπόλοιπες διαφορές τους έχουν παρασιωπηθεί.  Δεν έχουν όμως  εκλείψει και κατά διαστήματα πιθανό να αναζωπυρώνονται.

Η ανάπτυξη λοιπόν των σχέσεων Άγκυρας και Μόσχας και κυρίως η διείσδυση της ρωσικής επιρροής στη νατοϊκή  Τουρκία έχει και μια άλλη διάσταση που σχετίζεται με την αντιπαλότητα ΗΠΑ και ΝΑΤΟ με τη Ρωσία στο Ουκρανικό. Σημειώνεται ότι η Ρωσική Ομοσπονδία  είναι  δέκτης κυρώσεων από τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση ένεκα της επέμβασής της στην Ουκρανία και την προσάρτηση της Κριμαία. Οπότε με την ανάπτυξη σχέσεων Ρωσίας και νατοϊκής Τουρκίας, πέραν διαφόρων κοινών οικονομικών και συγκυριακών πολιτικών και εθνικών συμφερόντων που  εξυπηρετούνται,  μπορεί να θεωρηθεί ότι δημιουργεί ρωγμές  στο ΝΑΤΟ, και προβλήματα στις ΗΠΑ  και κατ’ επέκταση αντιπερισπασμό για τη στάση τους απέναντί της.

 

Βέβαια παρά τις συγκλίσεις μεταξύ Άγκυρας και Μόσχας, οι οποίες έχουν διευκολυνθεί από τις συγκυρίες των τελευταίων χρόνων, τόσο σε σχέση με την προσπάθεια απεξάρτησης της τουρκικής πολιτικής από την Αμερική και του νέου ρόλου που θέλει να παίζει η Τουρκία στα διεθνή δρώμενα στην περιοχή και πέραν από αυτή, όσο και στο Συριακό, η Ρωσία σίγουρα γνωρίζει ότι μια σειρά θεμάτων που έχουν αναφερθεί πιο πάνω χωρίζουν τις δύο χώρες. Εξάλλου έχουν στο παθητικό τους ένα σημαντικό αριθμό στρατιωτικών συγκρούσεων μεταξύ τους για γεωπολιτικούς, εθνικούς και άλλης στρατηγικής σημασίας λόγους που αντανακλώνται στις διαφορές τους και κυρίως στον ανταγωνισμό των πάλαι ποτέ αυτοκρατοριών τους που αναπτύσσεται και σήμερα υπογείως, για επικράτηση στα Βαλκάνια, τη Μαύρη Θάλασσα, τον Καύκασο και στα Στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων.  Από τον 17ο έως τον 20ο αιώνα η αυτοκρατορική Ρωσία, η οποία πιστεύεται ότι εμπνέει ενέργειες του Προέδρου Πούτιν  και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, την οποία φιλοδοξεί να αναβιώσει ο Ερντογάν, έχουν να παρουσιάσουν τη μακρότερη σε διάρκεια σειρά πολεμικών αναμετρήσεων στον ευρωπαϊκό χώρο με ηττημένους του Τούρκους, σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις εκτός από μία (ChristensenB., RealClearHistory, 14/06/2019).

 

Εκφράζεται ωστόσο καλή πρόθεση από μέρους τόσο της Άγκυρας όσο και της Μόσχας να αφήσουν πίσω τους προβλήματα του παρελθόντος και να ανοίξουν νέα σελίδα  φιλίας και πολύπλευρης συνεργασίας στις ρωσοτουρκικές σχέσεις. Ήδη σημαντικοί αγωγοί από τη Ρωσική Ομοσπονδία προμηθεύουν με πολύτιμο φυσικό αέριο την Τουρκία, όπως ο RussiaTurkeyNaturalGas (από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης) και oBlueStream. Ένας τρίτος ακόμη πιο σημαντικός αγωγός όπως το TurkishStream, που προκάλεσε αντιδράσεις στην Ουάσιγκτον και ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, αναμένεται να αρχίσει πολύ σύντομα  να λειτουργεί  (ArisB., TheMoscowTimes, 10/07/2019). Παράλληλα,  με σημαντικά ρωσικά κεφάλαια, η Μόσχα κατασκευάζει μετά από σχετική συμφωνία του 2010 τον  πρώτο σταθμό πυρηνικής ενέργειας στην περιοχή Ακουγιού  της Μερσίνας απέναντι από την Κύπρο, που προβλέπεται να αρχίσει τη λειτουργία του το 2023 ( WorldNuclearNews,  13/05/2010). Στον εμπορικό τομέα οι συναλλαγές τους το 2018 ανέρχονταν στα $25.7 δις και η Υπουργός Εμπορίου Ρουσχάρ Πεκτζάν υπέδειξε πως στόχος τους είναι «το συντομότερο να φτάσει στα $100 δις» (Hurriyet, 26/07/2019). Κοινά ρωσοτουρκικά ναυτικά γυμνάσια  στη Μαύρη Θάλασσα -  σημαντικό χώρο διαφοράς μεταξύ ΝΑΤΟ  και Ρωσίας -  στις 9 Μαρτίου 2019, ως μέρος ευρύτερων ασκήσεων των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά και η συνεργασία και  ο συντονισμός των ενεργειών τους και των μικτών περιπολιών στην Ιντλίμπ, δίνουν το στίγμα της στρατιωτικής διάστασης  των αναπτυσσόμενων σχέσεών τους και των πολιτικών μηνυμάτων που εμπεριέχουν προς διάφορες κατευθύνσεις  (VoiceofAmerica, 12/03/2019).

 

Ταυτόχρονα όμως περιστατικά όπως η συμμετοχή της ρωσικής αεροπορίας σε επιχειρήσεις της συριακής κυβέρνησης για την εκκαθάριση θυλάκων Τζιχαντιστών στην Ιντλίμπ και η καθήλωση τουρκικής φάλαγγας που όδευε στην περιοχή  - προκαλώντας την έντονη αντίδραση της Άγκυρας - όπως και η αναχαίτιση τουρκικών  F-16 που πέταξαν στην περιοχή, από τα ρωσικά μαχητικά και τα αντιαεροπορικά S-300, υπενθυμίζουν πόσο λεπτή και εύθραυστη είναι η σχέση των δύο χωρών. (BBCNews, 19/08/2019).  Βασικά υποδηλώνει ότι χρειάζεται τεράστια προσπάθεια και εκατέρωθεν παραγραφή ή συμβιβασμός εθνικών στόχων και συγκράτηση γεωπολιτικών τάσεων και επιδιώξεων ώστε αυτή η ρωσοτουρκική σχέση να μην είναι απλώς πρόσκαιρη και συγκυριακή, αλλά να έχει βάθος χρόνου και προοπτική.  

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ – ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ

Η αντιπαράθεση Ουάσιγκτον και Άγκυρας για το θέμα των ρωσικών αντιαεροπορικών S-400 είναι ίσως η κρισιμότερη διαφορά που έχει προκύψει ποτέ  στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις και θα απασχολήσει τις δύο χώρες καθ’ όλη τη διάρκεια του 2020 και μετά -  με ενδεχόμενες γεωπολιτικές  προεκτάσεις και επιπλοκές σε Ανατολική Μεσόγειο και Μέση Ανατολή.

 

Η Τουρκία, δεδομένου του γεωγραφικού και πληθυσμιακού της εκτοπίσματός  και υποβοηθούμενη από την ανάπτυξη της οικονομίας της, καθώς και την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεών της, επιζητεί ολοένα και περισσότερο ρόλο και στάτους μεγάλης δύναμης στην περιοχή και πέραν από αυτή.  Αν και απέχει αρκετά από τα επίπεδα  ισχύος μεγάλων δυνάμεων όπως της Γαλλίας  - πόσο μάλλον της Ρωσίας, της Κίνας  ή και της Ινδίας – η Τουρκία επιθυμεί, απερίσπαστη από παραδοσιακούς συμμάχους και εταίρους,  όπως οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, να εμπεδώσει  τη  «νέο Οθωμανική»  της ατζέντα σε θέματα εξωτερικών σχέσεων, διεθνούς ασφάλειας και αμυντικής πολιτικής.

 

Ενώ όμως δηλώνει απεξάρτηση από ξένα κέντρα αποφάσεων, ωστόσο δεν εγκαταλείπει το ΝΑΤΟ ούτε διακόπτει τους συμμαχικούς δεσμούς με τις ΗΠΑ, υποδηλώνοντας έτσι ότι επιθυμεί να απολαμβάνει  τα οφέλη της συλλογικής άμυνας και της «αποτρεπτικής  ομπρέλας» των ΗΠΑ,   καθώς και του δικαιώματος του «βέτο» για να επηρεάζει νατοϊκές αποφάσεις. Αυτό υποδηλοί επίσης ότι δεν αισθάνεται αρκετά ισχυρή για να βρεθεί ακάλυπτη εκτός ΝΑΤΟ, φοβούμενη πιθανές περιφερειακές προκλήσεις και τυχόν  μελλοντικές απειλές από ισχυρούς εν δυνάμει γεωπολιτικούς ανταγωνιστές.  

 

Την ίδια ώρα η Τουρκία απαιτεί όταν αυτό εξυπηρετεί την «πολυδιάστατη» εξωτερική της πολιτική,  να έχει το «δικαίωμα» να συνδιαλλάσσεται  στρατιωτικά  με το αντίπαλο  στρατόπεδο,  ακόμη και σε βάρος της ασφάλειας άλλων εταίρων και της Συμμαχίας, παραβιάζοντας ανενόχλητη κοινές συμμαχικές δεσμεύσεις και αρχές. Βασικά είναι αυτή η  στάση της Άγκυρας  στο θέμα της αγοράς  και εγκατάστασης  των ρωσικών S-400 και η προβαλλόμενη εκβιαστική προοπτική  περαιτέρω στρατιωτικής σύμπραξης με τη Μόσχα,  που βρίσκεται στο επίκεντρο της διαφοράς της με τις ΗΠΑ. 

 

Οι Αμερικανοί βέβαια ενώ αποδοκιμάζουν έντονα την τουρκική συμπεριφορά και  προειδοποιούν για κυρώσεις  εναντίον της – πέραν του αποκλεισμού της από το πρόγραμμα των F-35 -   όπως απαιτεί ο CAATSA, από την άλλη,  με τις εξευμενιστικές δηλώσεις και χειρισμούς του Προέδρου Τραμπ και του Γ.Γ του ΝΑΤΟ, εκπέμπουν συγχυσμένα και αντιφατικά μηνύματα  που υποσκάπτουν την αξιοπιστία των προθέσεων και της αποφασιστικότητα των ΗΠΑ να υλοποιήσουν  τις προειδοποιήσεις τους. Με αυτό τον τρόπο βασικά ενθαρρύνεται η Τουρκία να πιστεύει ότι μπορεί να παραμένει αμετακίνητη στις δικές της θέσεις στο θέμα των ρωσικών S-400 αφού το κόστος που εκτιμά ότι θα υποστεί δεν είναι αρκετά ψηλό σε σχέση με το εθνικό της όφελος για να την αποτρέψει.

 

Αμερικανοί και ΝΑΤΟ, θεωρώντας την Τουρκία «σημαντικό στρατηγικό εταίρο»,  παρά τα προβλήματα που τους προκαλεί,  επιδεικνύουν απροθυμία να τη δυσαρεστήσουν επιβάλλοντας οδυνηρές κυρώσεις. Επιθυμούν  μάλλον να κρατούν μια υποφερτά λειτουργική συμμαχική σχέση μαζί της για να μη την εξωθήσουν περισσότερο προς την κατεύθυνση της Ρωσίας όπως εμμέσως πλην σαφώς ο Τούρκος Πρόεδρος  απειλεί. Επιδεικνύουν δηλαδή προδιάθεση για χάρη της Τουρκίας  να κάνουν ακόμη και εκπτώσεις σε βάρος αρχών όπως η διαλειτουργικότητα και συμβατότητα των οπλικών τους μέσων, η αλληλεγγύη μεταξύ συμμάχων στη Βορειοατλαντική  Συμμαχία , καθώς και των απαιτήσεων της αμερικανικής  Νομοθεσίας.

 

Δεν είναι βέβαιο πόσο αυτή η αμερικανική στάση θα διατηρηθεί ή τι μορφή θα πάρουν τυχόν κυρώσεις αν και όταν επιβληθούν ή τι άλλη τροπή ενδεχόμενα να υπάρξει στην υπόθεση αυτή. Οι εσωτερικές πιέσεις και δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο Αμερικανός Πρόεδρος, καθώς και πιθανή αλλαγή Προέδρου στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου, ή ακόμη και νέες στρατιωτικές συναλλαγές  Ερντογάν με τη Μόσχα όπως απειλεί, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ένα κύκλο τιμωρητικών μέτρων και αντίμετρων από αμφότερες τις πλευρές,  με συνέπειες των οποίων το εύρος δεν μπορεί αξιόπιστα να εκτιμηθεί.

 

Καθόσον αφορά τον φόβο  να εισχωρήσει η Τουρκία στο αντίπαλο ρωσικό στρατόπεδο, αυτός  είναι εντελώς αβάσιμος και δεν συνάδει  καθόλου με τις μακρόχρονες «νέο Οθωμανικές» επιδιώξεις και φιλοδοξίες της τουρκικής εθνικής πολιτικής.  Η  πεποίθηση της Τουρκίας  είναι ως μεγάλη δύναμη να ασκεί ανεξάρτητη εθνική πολιτική και όχι να απεξαρτηθεί  από τις ΗΠΑ και να καταστεί εξαρτώμενη της Ρωσικής Ομοσπονδίας.

 

Δεν είναι όμως απίθανο το ενδεχόμενο, εάν η Τουρκία σε κάποια φάση αισθανθεί ότι είναι αρκετά ισχυρή και η προώθηση των εθνικών της ιδεωδών το απαιτεί,  να αποκλίνει περαιτέρω  από τους κοινούς σκοπούς του ΝΑΤΟ ή και να αποχωρήσει από τη Συμμαχία. Αποχώρηση από το ΝΑΤΟ δεν είναι προβλεπτό να συμβεί στο ορατό μέλλον γιατί δεν τη συμφέρει αφού θα βρεθεί μόνη και εκτεθειμένη σε προκλήσεις και απειλές και βέβαια αποδυναμωμένη έναντι της Ελλάδας.

 

Όσον αφορά τη Ρωσία, παρότι αναπτύσσοντας καλές σχέσεις και παρέχοντας περιθώρια στρατιωτικής συνεργίας με την Τουρκία, μπορεί να θεωρηθεί ότι ενοχλεί ταυτόχρονα τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ και υπονομεύει τη Νατοϊκή Συμμαχία, από την άλλη η Μόσχα δεν θα ήταν διατεθειμένη να αποκλίνει ουσιαστικά από σταθερές στρατηγικές της τοποθετήσεις  σε διεθνή θέματα είτε στη Συρία και γενικά στο Μεσανατολικό,  είτε ακόμη και στο Κυπριακό,  για χάρη της Τουρκίας.  Ο λόγος είναι γιατί η Ρωσία γνωρίζει πως η  γειτονική της χώρα  επιδιώκει άσκηση ηγεμονικού ρόλο στην περιοχή,  ακόμη και σε βάρος βραχυπρόθεσμων ή και μακροπρόθεσμων ρωσικών συμφερόντων και ιστορικών συνεργασιών και δεν μπορεί να την εμπιστευτεί. Ρωσία και Τουρκία εξάλλου είναι δύσκολο να απαλλαγούν από πάγιες ανταγωνιστικές εθνικές και γεωπολιτικές διεκδικήσεις και το αιματηρό τους παρελθόν.

 

Επίσης, αντιμέτωποι με την απείθαρχη Τουρκία, οι  Αμερικανοί για να πληρώσουν το κενό της προβληματικής σχέσης με τη σύμμαχο τους,  δημιουργούν υποκατάστατες περιφερειακές ρυθμίσεις  εμπλέκοντας κράτη της περιοχής σε άξονες στρατηγικής συνεργασίας. Όμως η εξευμενιστική στάση τους έναντι στην Άγκυρα  και η σπουδαιότητα που δηλώνουν ότι αποδίδουν στη σχέση τους με αυτή, παρά τις διαφορές τους, δημιουργεί ερωτηματικά σε εμπλεκόμενους δρώντες,  που έχουν εθνικές διαφορές με τη χώρα αυτή,  όπως η Ελλάδα και η Κύπρος,  ως προς την έκταση και το είδος της υποστήριξης που θα μπορούσαν  ρεαλιστικά να έχουν από τις ΗΠΑ στα πλαίσια αυτής της συνεργασίας, έναντι των σε βάρος τους επιδιώξεων και απειλών από την Τουρκία.

 

Είναι πρόδηλων  πλέον ότι η Τουρκία εκμεταλλευόμενη το σχετικό στρατηγικό και στρατιωτικό της  πλεονέκτημα σε σύγκριση με άλλους δρώντες στον περίγυρό της, επιχειρεί να δώσει το δικό της στίγμα στα ζητήματα διεθνούς ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής. Επιδιώκει να εξυπηρετεί πιο αποφασιστικά το  «νέο Οθωμανικό»  της όραμα στην περιοχή της Ανατολικής  Μεσογείου, της Μέσης  Ανατολής, της Βόρειας Αφρικής, των Βαλκανίων και της Καυκασίας και πέραν από αυτή, στο βαθμό βέβαια που τις επιτρέπουν οι δυνατότητες της ή οι αδυναμίες ή η ισχύς των αντιπάλων της.

 

Αυτή  η συμπεριφορά όμως της Τουρκίας ενδεχόμενα να  οδηγήσει  επηρεαζόμενους δρώντες στην περιοχή στο δίλημμα είτε να  ενεργήσουν κατευναστικά συμβιβάζοντας εθνικά τους συμφέροντας στις διεκδικήσεις και εκβιασμούς της τουρκικής σκληρής και μαλακής ισχύος,  είτε πέραν των διπλωματικών τους αντιδράσεων να πάρουν και τα ανάλογα στρατιωτικά αντίμετρα για να ενισχύσουν τις αμυντικές τους ικανότητες να την ελέγξουν και να την αποτρέψουν.

 

Όλων αυτών λεχθέντων, δύνανται κανείς να συμπεράνει  ότι στο θέμα των S-400,  εάν οι ΗΠΑ τελικά αναγκαστούν να επιβάλουν  στην Τουρκία οδυνηρές κυρώσεις βάσει του CAATSA, οπότε θα υπάρξουν αντίστοιχα τουρκικά αντίμετρα,  οι συνέπειες  θα είναι αρκετά μεγάλες.  Θα  οδηγήσουν  στην περαιτέρω αποστασιοποίηση της Τουρκίας  από τους κοινούς στρατηγικούς στόχους αλλά και τις ΗΠΑ σε μεγαλύτερη ενίσχυση των εναλλακτικών στρατηγικών συνεργασιών  τους με χώρες της περιοχής  για να πληρώσουν το κενό.

 

Βέβαια στο σημερινό πολυκεντρικό και αρκετά ρευστό διεθνές πολιτικοστρατιωτικό περιβάλλον, είναι δύσκολο να προβλεφθεί με ακρίβεια η έκταση των επιπτώσεων  και των επιπλοκών που θα προκύψουν από τα τυχόν μέτρα και αντίμετρα στη σύγκρουση αυτή. Ωστόσο το ασφαλέστερο  συμπέρασμα  που θα μπορούσε επί του παρόντος να εξαχθεί  είναι  ότι: Ανεξάρτητα  του αν οι δύο εταίροι στην πορεία συμβιβαστούν ή όχι στο θέμα των S-400, το πλήγμα στις σχέσεις Τουρκία – Ηνωμένων Πολιτειών από την αντιπαράθεση αυτή είναι πια γεγονός.  Οι δε αντιλήψεις του ενός για τον  άλλο, όπως και οι ικανότητες των ΗΠΑ να ασκήσουν έλεγχο επί της Τουρκίας και η συμπεριφορά τους απέναντι στην Άγκυρα σε διάφορα ζητήματα στην περιοχή θα είναι διαφορετικά από προηγουμένως.

 

Η  Ουάσιγκτον αντιμετωπίζοντας  τα νέα δεδομένα στην  τουρκική εξωτερική  και αμυντική  πολιτική, ενώ θα συνεχίσει να εκτιμά ως «πολύτιμη»  τη συμμαχική συνεργασία της Τουρκίας και να προσπαθεί να την κρατήσει σε αμερικανονατοϊκή τροχιά,  από την άλλη, υποχρεωτικά θα είναι λιγότερο διακριτική απέναντι της από προηγουμένως, όταν οι ενέργειες της Άγκυρας  αντιστρατεύονται τα εθνικά συμφέροντα ασφάλειας  των ΗΠΑ και των εναλλακτικών στρατηγικών ρυθμίσεων που προωθούν με άλλους εταίρους στην περιοχή.

 

Τέλος, καθόσον αφορά την Κύπρο η οποία είναι ήδη εμπλεκόμενο μέρος στη διεργασία των Αμερικανών για δημιουργία αξόνων στρατηγικών συνεργασιών,  η κυβέρνηση της Λευκωσίας φαίνεται να οδηγείται ολοένα και περισσότερο σε εμβάθυνση και θεσμοθέτηση της σύζευξης με τις ΗΠΑ,  προφανώς για να επωφεληθεί   -  στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό – από τυχόν οφέλη που πιστεύει ότι της προσφέρει η σχέση αυτή στο Κυπριακό.

 

Αν αυτό αποτελεί  συνειδητή  επιλογή στρατοπέδου από την κυπριακή κυβέρνηση εναντίον ενός άλλου, π.χ. της Ρωσίας,  είναι ένα θέμα προς συζήτηση, αλλά μάλλον δεν είναι. Ωστόσο λογικά πρέπει να γνωρίζει ότι συστρατευόμενη  ανοικτά στο πλευρό ενός εκ των δύο πανίσχυρων  ανταγωνιστών στην περιοχή εναντίον του άλλου, σε ένα παιγνίδι γεωπολιτικής αντιπαράθεσης, πιθανόν να είναι υποχρεωμένη να σχοινοβατεί. Γιατί όντας μικρή και αδύναμη για να ελέγξει τις εξελίξεις,  θα διατρέχει τον κίνδυνο να συρθεί σε ρυθμίσεις εναντίον άλλων παιχτών όπως η Ρωσία,  τη φιλία και την υποστήριξη της οποίας επίσης επιζητεί και επιθυμεί να διατηρεί.  Χρειάζεται δηλαδή αρκετή διπλωματική ευφυΐα για να παίξει η Κύπρος επιτυχώς το παιχνίδι αυτό και να έχει τα καλά και των δύο κόσμων, δίχως να δυσαρεστήσει είτε αμφότερους είτε ένα εκ των δύο και βέβαια χωρίς αρνητικές επιπτώσεις για το  Κυπριακό και την ασφάλεια της από τον τουρκικό επεκτατισμό.